σελ. 70 - 72 Flashcards
1
Q
νέος
A
jung
2
Q
ξανθός
A
blond
3
Q
σκούρος
A
dunkel
4
Q
κοντός
A
kurz
5
Q
τρώω κάπου καλά
A
gut essen
6
Q
ο παιδικός σταθμός, το νηπιαγωγείο
A
der Kindergarten, -gärten
7
Q
ευγενικός
A
höflich
8
Q
die Schönheitsoperation, -en
A
η πλαστική εγχείρηση/επέμβαση
9
Q
το επιχείρημα
A
das Argument, -e
10
Q
υπέρ
A
für + A
11
Q
κατά
A
gegen + A
12
Q
η ομορφιά
A
die Schönheit
13
Q
υπόσχομαι
A
versprechen
14
Q
η εμφάνιση
A
das Aussehen
15
Q
διορθώνω
A
korrigieren
16
Q
ακίνδυνος
A
ungefährlich
17
Q
- τελειώνω
- καταλήγω
A
enden
schlecht enden : έχω άσχημη κατάληξη
18
Q
η εγχείρηση
A
die Operation, -en
19
Q
το ατύχημα
A
der Unfall, Unfälle
20
Q
ο τραυματισμός
A
die Verletzung, -en
21
Q
η ασφάλιση ιατροφαρματευικής περίθαλψης
A
die Krankenversicherung, -en
22
Q
δυστυχισμένος
A
unglücklich
23
Q
δυσαρεστημένος
A
unzufrieden
24
Q
το χρώμα των μαλλιών
A
die Haarfarbe, -n
25
η βιομηχανία καλλυντικών
die Kosmetikindustrie
26
τα καλλυντικά
die Kosmetik
27
η βιομηχανία
die Industrie
28
με αυτό
damit
29
η ιατρική
die Medizin
30
τόσο ... όσο
as ... as
so ... wie
31
νεανικός
jungendlich
32
μερικοί / μερικές / μερικά
einige
33
τουλάχιστον
mindestens
34
μετρώ
zählen
35
ο οίκος μόδας
die Modefirma, -firmen
36
η σιλουέτα
die Figur
37
μάχομαι για, δίνω μάχη για
kämpfen um + A
38
σώζω, διασώζω
retten
39
ευτυχώς
zum Glück
40
βαρύς
schwer
Opp.: leicht : ελαφρύς
41
ο βαρύς τραυματισμός
die schwere Verletzung
42
λεπτός, αδύνατος
schlank
Das Kleid macht dich schlank : Το φόρεμα σε λεπταίνει.
schlanker machen : κάνω πιο λεπτό, λεπταίνω
43
αποδέχομαι, δέχομαι
akzeptieren
44
η ασφάλεια, η ασφαλιστική (εταιρεία)
die Versicherung, -en
45
λεπτός, αδύνατος
dünn
46
χοντρός
dick
47
αλλάζω
ändern
48
πεθαίνω
sterben
(er stirbt, ist gestorben)
49
ο ίδιος
selbst
50
σκέφτομαι για, έχω γνώμη για
denken über + A
51
απόλυτα, εντελώς
absolut
52
είμαι κατά/αντίθετος
dagegen sein
53
τάσσομαι υπέρ
dafür sein
54
μάλλον, περισσότερο
eher
55
είμαι κατά
sein gegen + A
56
είμαι υπέρ
sein für + A
57
η σειρά
die Zeile, -n
58
φαρδύς
weit
Opp.: eng
59
στενός
eng
Opp.: weit
60
πρακτικός
praktisch
61
φωτεινός, ανοιχτόχρωμος
hell
Opp.: dunkel : σκούρος, σκοτεινός
62
σκούρος
dunkel
Opp.: hell : φωτεινός