Adjectives - Gk to Eng Random Flashcards
(557 cards)
1
Q
ανιαρός, -ή, -ό
A
tedious
2
Q
πάρων, -ουσα, -ον
A
present
3
Q
σημερινός, -ή, -ό
A
today’s
4
Q
στεγνός, -ή, -ό
A
dry
5
Q
χοντρός, -ή, -ό
A
fat (1)
6
Q
επείγων, -ουσα, -ον
A
urgent
7
Q
απών, -ουσα, -ον
A
absent
8
Q
σπουδαίος, -α, -ο
A
important (2)
9
Q
γαλήνιος, -α, -ο
A
smooth (sea)
10
Q
βασικός, -ή, -ό
A
fundemental/basic
11
Q
τετραγονικός, -ή, -ό
A
square
12
Q
ύποπτος, -η, -ο
A
suspicious
13
Q
τυφλός, -ή, -ό
A
blind
14
Q
πολύς -ή, -ύ
A
many
15
Q
μουσικός, -ή, -ό
A
musical
16
Q
θρησευτικός, -ή, -ό
A
religious
17
Q
εγωιστής, εγωίστρια, εγωιστικό
A
egotistical
18
Q
μεθυσμένος, -η, -ο
A
drunk
19
Q
λάθος -η, -ο
A
wrong
20
Q
υπέροχος, -η, -ο
A
superb/excellent/magnificent
21
Q
ήσυχος, -η, -ο
A
smooth/quiet (movement)
22
Q
θλιβερός, -ή, -ό
A
sad (2)
23
Q
ελαφρύς, -ιά, -ύ
A
light/gentle (2)
24
Q
αξέχαστος, -η, -ο
A
unforgetable
25
ελάχιστος, -η, -ο
least/minimal/minimum
26
ανατριχιαστικός, -ή, -ό
creepy
27
ταχύς, -ιά, -ύ
rapid
28
τραχύς, ιά, ύ
rough (surface)
29
ευχάριστος, -η, -ο
pleasant/agreeable
30
καστανός -ή, -ό
brown/chestnut (hair, eyes)
31
σπασμένος, -η, -ο
broken
32
ηλίθιος, -α, -ο
stupid (1)
33
καμπύλος, -η, -ο
curved
34
αρχαίος, -α, -ο
ancient
35
δημόσιος, -α, -ο
public/common
36
ελπιδοφόρος, -α, -ο
hopeful (2)
37
φοβερός, -ή, -ό
tremendous
38
άθλιος, -α, -ο
miserable
39
απασχολημένος, -η, -ο
busy
40
δικός, -ή or -ιά, -ό
own
41
απαραίτητος, -η, -ο
necessary/essential
42
άγριος, -α, -ο
wild
43
παλιός, -ά, -ό
old
44
κουτός, -ή, -ό
stupid (2)
45
ελαφρός, -ή, -ό
light/gentle (1)
46
σοβαρός, -ή, -ό
serious
47
λαίμαργος, -η, -ο
greedy
48
ευχαριστημένος, -η, -ο
pleased/glad/thankful
49
καλύτερος, -η, -ο
better
50
χαλασμένος, -η, -ο
damaged/out of order
51
σταχτής, - ιά, -ί
ashen/grey
52
ριγωτός, -ή, -ό/ με ριγές
striped
53
κακός, -ή, -ό
bad
54
αυθεντικός, -ή, -ό
authentic
55
οικογενειακός, -ή, -ό
family
56
ομαλός, -ή, -ό
smooth
57
εργατικός, -ή, -ό
hard-working
58
γελαστός, -ή, -ό
jovial/cheerful
59
επιτρεπτός, -ή, -ό
allowed/permissable
60
πυκνός, -ή, -ό
dense/thick
61
θαλασσής, - ιά, -ί
sea-blue
62
περίπλοκος, -η, -ο
complex
63
παρόμοιος, -α, -ο
similar
64
μυτερός, -ή, -ό
pointed
65
προσεκτικός, -ή, -ό
careful
66
όρθιος, -α, -ο
upright
67
βαμβακερός, -ή, -ό
cotton
68
αποδεκτός, -ή, -ό
acceptable
69
κυκλικός/στρογγηλός, -ή, -ό
round/circular
70
αστείος, -α, -ο
funny
71
ήρεμος, -η, -ο
calm/tame
72
απαγορευμένος, -η, -ο
forbidden
73
τρελός, -ή, -ό
crazy/mad
74
άνετος, -η, -ο
spacious
75
φρόνιμος, -η, -ο
sensible
76
κοινός, -ή, -ό
commonplace
77
φτηνός, -ή, -ό
cheap
78
τρομερός, -ή, -ό
terrible/awful
79
άσχημος, -η, -ο
ugly/bad
80
αλμυρός, -ή, -ό
salty
81
μοντέρνος, -α, -ο
modern
82
ζουμερός, -ή, -ό
juicy
83
αποφασισμένος, -η, -ο
determined
84
ιδανικός, -ή, -ό
ideal
85
ανησυχητικός, -ή, -ό
worrying
86
καλός, -ή, -ό
good
87
μικρός, -ή, -ό
small
88
μακρύς, -ιά, -ύ
long
89
σωστός, -ή, -ό
correct/right
90
έξαλλος, -η, -ο
furious
91
ενοχλητικός, -ή, -ό
annoying
92
ακριβής, -ής, -ές
exact
93
ενημερωτικός, -ή, -ό
informative
94
αδιάφορος, -η, -ο
indifferent
95
ξανθός, -ιά, -ό
blonde
96
σίγουρος, -η, -ο
certain/sure (1)
97
ιδιαίτερος, -η, -ο
special/particular
98
καμένος, -η, -ο
burnt
99
μέτριος, -α, -ο
medium/moderate/average
100
ουρανής, - ιά, -ί
sky blue
101
δυστυχισμένος, -η, -ο
unhappy
102
ιερός, -ή, -ό
holy
103
προτιμομένος, -η, -ο
favourite (1)
104
λαϊκός, -ή, -ό
popular (1)
105
ανοιχτός, -ή, -ό
open/light
106
μόνος, -η, -ο
lonely
107
ενεργητηκός, -ή, -ό
active
108
ξένος, -η, -ο
foreign
109
τέλειος, -α, -ο
perfect
110
απείραχτος, -η, -ο
untouched
111
συμπεριλαμβανόμενος, -η, -ο
inclusive
112
προηγούμενος, -η, -ο
previous
113
παραδοσιακός, -ή, -ό
traditional
114
ψυχρός, ή, ό
cool/cold
115
αληθινός, -ή, -ό
true
116
μενξεδής, - ιά, -ί
violet
117
βέβαιος, - α, -ο
certain/sure (2)
118
νυχτερινός, -ή, -ό
nocturnal
119
συνθετικός, -ή, -ό
synthetic
120
χαμηλός, -ή, -ό
low
121
μαλακός, -ή, -ό
soft
122
συγκινητικός, -ή, -ό
emotional
123
πιθανός, -ή, -ό
probable/likely
124
διεθνής, -ής, -ές
international
125
μακρινός, -ή, -ό
far
126
άρρωστος, -η, -ο
sick/ill
127
τελευταίος, -α, -ο
last/final
128
πλούσιος, -α, -ο
rich
129
θεαματικός, -ή, -ό
spectacular
130
ακοινώνητος, -η, -ο
anti-social
131
πορτοκαλής, - ιά, -ί
orange
132
δεξιός, -ά, -ό
right
133
βρομικός,-ή, -ό
dirty
134
ζηλιάρης, -α, -ικο
jealous
135
μαγευτικός, -ή, -ό
magical
136
καταπληκτικός, -ή, -ό
fantastic/amazing/astonishing
137
οικονομικός, -ή, -ό
economical
138
χάζος, -η, -ο
silly
139
ακριβός, -ή, -ό
expensive
140
φιλικός -ή, -ό
friendly
141
στενός, -ή, -ό
narrow/tight/close
142
φουρτουνιασμένος, -η, -ο
rough (sea)
143
μάλλινος, -η, -ο
woollen/woolly
144
διπλανός, -ή, -ό
next
145
δραστήριος, -α, -ο
energetic
146
σγουρός, -ή, -ό
curly
147
επικίνδυνος, -η, -ο
dangerous
148
άδειος, -α, -ο
empty
149
άψητος, -η, -ο
raw/undercooked
150
κεφάτος, -η, -ο
cheerful/in a good mood
151
καθαρός, -ή, -ό
clean
152
περήφανος, -η, -ο
proud
153
εύκολος, -η, -ο
easy
154
βαρύς, -ιά, -ύ
heavy
155
στοιχειωμένος, -η, -ο
spooky/haunted
156
επιστημονικός, ή, ό
scientific
157
ανάλατος, -η, -ο
unsalted
158
κλειστός, -ή, -ό
closed
159
πεισματάρης, -α, -ικο
obstinate/stubborn
160
καινούριος, -α, -ο
new
161
υπάρχων, -ουσα, -ον
existing
162
σκονισμένος, -η, -ο
dusty
163
μέλλων, -ουσα, -ον
future
164
με βούλες
spotted
165
χνουδωτός, -ή, -ό
fluffy
166
μεταξωτός, -ή, -ό
silky
167
χωρισμένος, -η, -ο
separate
168
υποχρεωτικός, -ή, -ό
compulsory/obligatory
169
φθονερός, -ή, -ό
envious
170
επόμενος/ερχόμενος, -η, -ο
next/following
171
γούνινος, -η, -ο
furry
172
βιαστικός, -ή, -ό
hurried
173
δίκαιος, -η, -ο
fair
174
παράξενος, -η, -ο
strange/peculiar
175
άτυχος, -η, -ο
unlucky
176
υπομονετικός, -ή, -ό
patient
177
στενοχωρημένος, -η, -ο
sad/upset/depressed
178
κοντός, -ή, -ό, -οί, -ές, -ά
short
179
αριστερός, -ή, -ό
left
180
συχνός, -ή, -ό
frequent/often
181
διάφορος, -η, -ο
various/different
182
αγαπημένος, -η, -ο
favourite (most loved)
183
χειρότερος, -η, -ο από
worse
184
λεπτός, -ή, -ό
thin (1)
185
μαλλιαρός, -ή, -ό
hairy
186
ανώμαλος, -η, -ο
rough (ground)
187
λειψός, -ή, -ό
deficient
188
εύσωμος, -η, -ο
stout/sturdy
189
γλυκός, -ιά, -ό
sweet
190
ξινός, -ή, -ό
sour
191
τεμπέλης, - α, -ικο
lazy
192
σκιερός, -ή, -ό
shady
193
ελεύθερος, -η, -ο
free
194
λινός, -ή, -ό
linen
195
καφετής, -ιά, -ί
brown
196
σκουριασμένος, -η, -ο
rusty
197
πεσμένος, -η, -ο
fallen
198
εντυπωσιακός, -ή, -ό
impressive
199
πρόσφατος, η, ο
recent
200
φτωχός, -ή, -ό
poor
201
μορφωμένος, -η, -ο
educated
202
ωραίος, -α, -ο
beautiful/great
203
ίσιος, -α, -ο
straight
204
ασφαλής, -ής, -ές
safe
205
κανονικός, -ή, -ό
normal/regular
206
κρατικός, -ή, -ό
governmental
207
ζεστός -ή, -ό
hot
208
δημιουργικός, -ή, -ό
creative
209
χρήσιμος, -η, -ο
useful
210
πικάντικος, -η, -ο
spicy
211
δύσκολος, -η, -ο
difficult
212
δυνατός, -ή, -ό
strong/loud
213
τίμιος, -α, -ο
honest
214
ψηλός, -ή, -ό
tall/high
215
μικροσκοπικός, -ή, -ό
tiny
216
ξύλινος, -η, -ο
wooden
217
κνησμώδης, -ης, -ες
itchy
218
αδύνατος, -η, -ο
thin (weak)
219
πλήρης, -ης, -ες
full (2)
220
καυτερός, -ή, -ό
spicy/hot/peppery
221
πλατύς, -ιά, -ύ
wide (1)
222
συμφέρων, -ουσα, -ον
advantageous
223
σκληρός, -ή, -ό
hard
224
αισιόδοξος, -η, -ο
hopeful (1)
225
αδιάθετος, -η, -ο
unwell
226
θαυμάσιος, -α, -ο
wonderful/amazing
227
νόστιμος, -η, -ο
tasty
228
προσωπικός, -ή, -ό
personal
229
σημαντικός, -ή, -ό
important (1)
230
τυχερός, -ή, -ό
lucky
231
κρύος, -α, -ο
cold
232
συναρπαστικός, -ή, -ό
fascinating/exciting
233
γενναίος, -α, -ο
brave
234
σκοτεινός, -ή, -ό
dark/obscure/sinister
235
αμβλύς, ιά, ύ
blunt
236
κατάλληλος, -η, -ο
appropriate
237
ορθογώνιος, -α,-ο
rectangular
238
δερμάτινος, -η, -ο
leather
239
περισσότερος, -η, -ο
most
240
χρωματιστικός, -ή, -ό
coloured
241
διαφορετικός, -ή, -ό
different
242
φαρδύς, -ιά, -ύ
wide (2)
243
υγιής, -ής, -ές
healthy
244
χρυσαφής, - ιά, -ί
golden
245
ευνοούμενος, -η, -ο
favourite (2)
246
εύγευστος, -η, -ο
tasty/savoury
247
ανυπόφορος, -η, -ο
unbearable
248
σπάνιος, -α, -ο
rare
249
δύσοσμος, -η, -ο
smelly
250
ψεύτικος, -η, -ο
false
251
εθνικός, -ή, -ό
national
252
τολμηρός, -ή, -ό
bold/daring
253
θορυβώδης, -ης, -ες
noisy/rowdy
254
μοναδικός, -ή, -ό
unique
255
ντροπαλός, -ή, -ό
shy
256
καρπερός, -ή, -ό
prolific
257
απλός, -ή, -ό
simple/plain
258
συνεχής, -ής, -ές
continuous/consecutive
259
αργός, -ή, -ό
slow (1)
260
ζωντανός, -ή, -ό
living/lively
261
γεμάτος, -η, -ο
full (1)
262
ώριμος, -η, -ο
ripe/mature
263
παχύς, -ιά, -ύ
fat (2)
264
πιστευτός, -ή, -ό
believable
265
νέος, -α, -ο
young
266
όμορφος, -η, -ο
beautiful
267
επικερδής, -ής, -ές
profitable
268
ξεκασμένος, -η, -ο
forgotten
269
ασυνήθιστος, -η, -ο
unusual
270
πρόθυμος, -η, -ο
eager/obliging/willing
271
τεράστιος, -α, -ο
huge
272
πονηρός, -ή, -ό
cunning
273
κουρασμένος, -η, -ο
tired
274
ηρωικός, -ή, -ό
heroic
275
λυπημένος, -η, -ο
sad (1)
276
καημένος, -η, -ο
unfortunate/poor/sad
277
νεκρός, -ή, -ό
dead
278
εύθραυτος, -η, -ο
fragile
279
πραγματικός, -ή, -ό
real/actual/factual
280
γυαλιστερός, -ή, -ό
shiny
281
συνηθισμένος, -η, -ο
usual/habitual (2)
282
στρουμπουλός, -ή, -ό
plump (1) - a person
283
απίστευτος, -η, -ο
unbelievable
284
μεγάλος, -η, -ο
big
285
πρότος, -η, -ο
first
286
έξυπνος, -η, -ο
clever
287
αρχοντικός, -ή, -ό
stately
288
ανθρώπινος, -η, -ο
human
289
πλαστικός, -ή, -ό
plastic
290
βαθύς, -ιά, -ύ
deep/profound
291
περίεργος, -η, -ο
strange/odd/curious/nosey
292
φρέσκος, -ια, -ο
fresh
293
πληκτικός/βαρετός, -ή, -ό
boring
294
ονομαστικός, -ή, -ό
nominal
295
διασκεδαστικός, -ή, -ό
entertaining/amusing/funny
296
άκεφος, -η, -ο
moody
297
συνήθης, -ης, -ες
usual/customary/ordinary (1)
298
απορημένος, -η, -ο
puzzled
299
τρυφερός, -ή, -ό
tender/affectionate
300
χαρούμενος, -η, -ο
cheerful/happy
301
αναπαυτικός, -ή, -ό
comfortable
302
φαλακρός, -ή, -ό
bald
303
απονήρευτος, -η, -ο
naive
304
τρυχωτός, -ή, -ό
hairy/furry
305
πρόχειρος, -η, -ο
improvised/sloppy
306
εξαιρετικός, -ή, -ό
exceptional
307
ιδιωτικός, -ή, -ό
personal/private
308
γρήγορος, -η, -ο
fast
309
υγρός, -ή, -ό
wet/damp (2)
310
ενδιαφέρων, -ουσα, -ον
interesting
311
κουφός, -ή, -ό
deaf
312
πρόσθετος, -η, -ο
additional
313
διάσημος, -η, -ο
famous
314
ηλικιωμένος, -η, -ο
aged/old (person)
315
βρεγμένος, -η, -ο
wet/damp (1)
316
σκούρος, -η, -ο
dark (colour/shade)
317
μελαχροινός, -ή, -ό
swarthy, dark
318
συνομήλικος, -η, -ο
of the same age
319
καλούτσικος, -η, -ο
fair/tolerable
320
έκδηλος, -η, -ο
clear/apparent/manifest
321
ουσιαστικός, -ή, -ό
essential
322
ολόκληρος, -η, -ο
entire/whole
323
σιωπηλός, -ή, -ό
silent
324
σιγαλός, -ή, -ό
quiet
325
αρκετός, -ή, -ό, -οί, -ές, -ά
enough
326
λίγος, -η, -ο, -οι, -ες, -α
few
327
μερικοί, -ές, ά
some
328
ομοιομένος, -η, -ο
even
329
εύπλαστος, -η, -ο
pliable
330
ψιλοκομμένος, -η, -ο
cut/chopped finely
331
τριμμένος, -η, -ο
grated
332
ζαλισμένος, -η, -ο
dizzy/drunk
333
φανερός, -ή, -ό
evident/obvious/clear
334
αμφίβολος, -η, -ο
doubtful
335
ασταμάτητος, -η, -ο
non-stop
336
σύγχρονος, -η, -ο
contemporary
337
περίφημος, -η, -ο
renowned/famous
338
απρόσμενος, -η, -ο
unexpected
339
έντονος, -η, -ο
intense/vivid/strong
340
εσωτερικός, -ή, -ό
inner/internal
341
αφηρημένος, -η, -ο
abstract/absent-minded
342
διακριτικός, -ή, -ό
distinctive
343
ατέλειωτος, -η, -ο
endless
344
βραχώδης, -ες, -ης
rocky/rugged
345
παραλιακά
coastal
346
ακατοίκητος, -η, -ο
uninhabited
347
λιγόλογος, -η, -ο
taciturn/of few words
348
επιδέξιος, -α, -ο
skilful/deft
349
ευγενικός, -ή, -ό
kind/polite
350
απαλός, -ή, -ό
soft (2)
351
μαγεμένος, -η, -ο
enchanted
352
φυσιολογικός, -ή, -ό
natural
353
δημοφιλής, -ής, -ές
popular (2)
354
ανόητος, -η, -ο
foolish/silly
355
απογοητευτικός, -ή, -ό
disappointing/frustrating
356
μάταιος, -α, -ο
futile/pointless
357
σφοδρός, -ή, -ό
severe/vehement/intense
358
χαριτωμένος, -η, -ο
cute
359
άκαρδος, -η, -ο
heartless
360
τρομαγμένος, -η, -ο
scared/frightened
361
ακίνητος, -η, -ο
immobile/motionless
362
λιγνός, -ή, -ό
thin/slender
363
μουτρομένος, -η, -ο
sulky
364
σπιτικός, -ή, -ό
home-made
365
έρημος, -η, -ο
desolate/lonely/deserted
366
επίμονος, -η, -ο
tenacious
367
διαθέσιμος, -η, -ο
available
368
κολακευτικός, -ή, -ό
complimentary/flattering
369
αμμώδης, -ες, -ης
sandy
370
αγενής, -ής, -ές
impolite/rude
371
καλοντυμένος, -η, -ο
well-dressed/smart
372
διαβασμένος, -η, -ο
educated/well-read
373
υπόλοιπος, -η, -ο
remainder (adj)
374
καθημερινός, -ή, -ό
daily
375
τρεχούμενος, -η, -ο
running (water)
376
κατσαρός, -ή, -ό
curly (hair)
377
αυριανός, -ή, -ό
tomorrow's
378
ταυτόχρονος, -η, -ο
simultaneous
379
ανεξάρτητος, -η, -ο
independent
380
άνισος, -η, -ο
unfair/unequal/uneven
381
άριστος, -η, -ο
excellent/best
382
ξερός, -ή, -ό
dry/dried
383
ευχερής, -ής, -ές
fluent
384
περιττός, -ή, -ό
needless/superfluous/unnecessary
385
αντίθετος, -η, -ο
opposite/contrary/reverse
386
άσκοπος, -η, -ο
pointless/unnecessary
387
σύντομος, -η, -ο
short/brief/terse/concise
388
απόταμος, -η, -ο
sudden/steep/sheer
389
χλωμός, -ή, -ό
pale
390
απαισιόδοξος, -η, -ο
pessimistic
391
γραφικός, -ή, -ό
picturesque
392
ένοχος, -η, -ο
guilty
393
ειλικρινής, -ής, -ές
sincere/honest/frank
394
υπεβολικός, -ή, -ό
excessive
395
υπόλογος, -η, -ο
responsible/accountable
396
ορισμένος, -η, -ο
fixed/appointed
397
σκάρτος, -η, -ο
rotten/defective/bad
398
απρόσεκτος, -η, -ο
careless/inattentive
399
ταιριαστός, -ή, -ό
well-matched
400
μειονεκτικός, -ή, -ό
disadvantageous
401
πρωτότυπος, -η, -ο
original/unusual
402
βολετός, -ή, -ό
convenient/feasible
403
φανταχερός, -ή, -ό
showy/striking
404
βραχύς, -ιά, -ύ
short (2)
405
ανάλογος, -η, -ο
in proportion
406
κάμποσος, -η, -ο
quite a few/a fair number
407
στραβός, -ή, -ό
crooked/faulty/twisted/blind
408
σταθερός, -ή, -ό
stable/steady
409
πολύτιμος, -η, -ο
valuable/precious
410
πανάκριβος, -η, -ο
very expensive
411
άπαυτος, -η, -ο
endless
412
βραχνός, -ή, ό
hoarse
413
βραδύς, -ιά, -ύ
slow (2)
414
ενικός, -ή, -ό
singular (familiar voice)
415
δυσάρεστος, -η, -ο
unpleasant
416
μαυρισμένος, -η, -ο
blackened
417
σκεφτικός, -η, -ο
thoughtful
418
εξαρτημένος, -η, -ο
addicted
419
μπερδεμένος, -η, -ο
confused/entangled
420
χθεσινός, -ή, -ό
yesterday's
421
μισός, -ή, -ό
half
422
σκέτος, -η, ο
plain
423
χυδαίος, -α, -ο
vulgar/crude
424
ψηφιακός, -ή, -ό
digital
425
πυκνοκατοικημένος, -η, -ο
densely populated
426
γέρικος, -η, -ο
old (animal or tree)
427
κοντινός, -ή, -ό
near/close by
428
περασμένος, -η, -ο
past/last/previous
429
αναποφάσιστος, -η, -ο
undecided
430
αμήχανος, -η, -ο
embarrassed
431
ξαφνιασμένος, -η, -ο
startled/surprised
432
ανύπαρκτος, -η, -ο
non-existent
433
αξιόλογος, -η, -ο
remarkable
434
ταραγμένος, -η, -ο
shocked/upset/distressed
435
τοπικός, -ή, -ό
local
436
ντόπιος, -α, -ο
local/native
437
τακτός, -ή, -ό
fixed
438
ενήλικος, -η, -ο
adult/of age
439
φτιαγμένος, -η, -ο
made/mended/repaired
440
μεγαλύτερος, -η, -ο
greater/elder/senior
441
ανάστατος, -η, -ο
disorganised
442
ευτηχής, -ής, -ές
fortunate/happy
443
κάθετος, -η, -ο
vertical/at right-angles
444
απίθανος, -η ,-ο
unlikely
445
αθώος, -α, -ο
innocent
446
κενός, -ή, -ό
empty/vacant
447
ικανός, -ή, -ό
capable
448
πιστός, -ή, -ό
true/accurate/faithful
449
τυπικός, -ή, -ό
typical/conventional/formal
450
κορυφαίος, -α, -ο
leading/top/pre-eminent
451
συγκεκριμένος, -η, -ο
fixed/set/limited
452
επαγγελματικός, -ή, -ό
professional
453
επιθετικός, -ή, -ό
aggressive
454
παχουλός, -ή, -ό
plump (2)
455
παρδαλός, -ή, -ό
dappled/spotted
456
δασόφυτος, -η, -ο
wooded
457
άβολος, -η, -ο
inconvenient/awkward
458
ανάκατος, -η, -ο
mixed up/muddled
459
εξαντλημένος, -η, -ο
exhausted
460
εξαντλητικός, -ή, -ό
exhausting
461
σχετικός, -ή, -ό
relevant
462
κολλώδης, -ες, -ης
sticky
463
ελκυστικός, -ή, -ό
tempting/attractive
464
γερός, -ή, -ό
strong/healthy
465
ευεργετικός, -ή, -ό
beneficial
466
τσαλακομένος, -η, -ο
creased
467
τραγανός, -ή, -ό
crispy/crunchy
468
δειλός, -ή, -ό
cowardly/timorous
469
ακατάστατος, -η, -ο
messy
470
άφωνος, -η, -ο
speechless
471
συμπυκνωμένος, -η, -ο
condensed/concentrated
472
τυχαίος, -α, -ο
random/fortuitous/chance
473
μουσκεμένος, -η, -ο
saturated/soaking wet
474
λυγερός, -ή, -ό
slim/svelte
475
άμυαλος, -η, -ο
idiotic/brainless
476
παράταιρος, -η, -ο
odd (in a set or pair)
477
λερωμένος, -η, -ο
dirty/stained/grubby
478
πεινασμένος, -η, -ο
hungry
479
δυψασμένος, -η, -ο
thirsty
480
κατηφορικός, -ή, -ό
sloping downwards
481
ενδεχόμενος, -η, -ο
probable/likely (2)
482
εκδικητικός, -ή, -ό
vindictive/revengeful
483
παρα/περιπλανητικός, -ή, -ό
misleading
484
παράλογος, -η, -ο
absurd/unreasonable
485
αλλαγμένος, -η, -ο
changed
486
υπαίθριος, -α, -ο
out-door/open-air
487
ραγισμένος, -η, -ο
cracked
488
ορεκτικός, -ή, -ό
appetising/tempting
489
ανυπόμονος, -η, -ο
impatient
490
υπερεσιακός, -ή, -ό
official
491
νομικός, -ή, -ό
legal
492
καταραμένος, -η, -ο
cursed
493
μεσογειακός, -ή, -ό
Mediterranean
494
πρόβειος, -α, -ο
sheep's
495
χορταστικός, -ή, -ό
filling/substantial
496
θρεπτικός, -ή, -ό
nutritious
497
λιπαρός, -ή, -ό
greasy/fatty
498
υπεύθυνος, -η, -ο
responsible/accountable (2)
499
καυτός, -ή, -ό
very hot/scorching
500
παγωμένος, -η, -ο
frozen
501
ψημένος, -η, -ο
cooked/roasted/seasoned/matured
502
καλοψημένος, -η, -ο
well-done/nicely cooked
503
ληγμένος, -η, -ο
expired/ended/out of date
504
δηλητηριώδης, -ης, -ες
poisonous
505
κρυφός, -ή, -ό
hidden
506
γευστικός, -ή, -ό
tasty
507
ανεύθυνος, -η, -ο
not responsible
508
θετικός, -ή, -ό
positive
509
αρνητικός, -ή, -ό
negative
510
φλύαρος, -η, -ο
talkative/garrulous
511
αμίλητος, -η, -ο
silent/stand off-ish
512
προφορικός, -ή, -ό
verbal/oral
513
αφελής, -ής, -ές
naive (2)
514
καλόγουστος, -η, -ο
tasteful
515
άψογος, -η, -ο
impeccable
516
σπάταλος, -η, -ο
extravagant/wasteful
517
επίσημος, -η, -ο
formal/official
518
ανέμελος, -η, -ο
carefree
519
άστατος, -η, -ο
fickle/volatile
520
κολλητός, -ή, -ό
close/sticking
521
θρασύς, -ιά, -ύ
insolent/impudent
522
αχαΐρευτος, -η, -ο
feckless
523
γενειοφόρος, -η, -ο
bearded
524
αξύριστος, -η, -ο
unshaven
525
ατρόμητος, -η, -ο
intrepid
526
εγκαταλελειμμένος, -η, -ο
abandoned
527
ξεφλουδισμένος, -η, -ο
peeling
528
λυπητερός, -ή, -ό
sad (thing)
529
ταλαίπωρος, -η, -ο
poor/wretched
530
άστεγος, -η, -ο
homeless
531
βίαιος, -α, -ο
cruel/violent
532
βαθμιαίος, -α, -ο
gradual
533
απομονωμένος, -η, -ο
isolated
534
προσβάσιμος, -η, -ο
accessible
535
άγονος, -η, -ο
barren/infertile
536
χαλαρός, -ή, -ό
relaxed/loose/slack
537
χαλαρωτικός, -ή, -ό
relaxing
538
εναλλακτικός, -ή, -ό
alternative
539
σταδιακός, -ή, -ό
gradual
540
επίγειος, -α, -ο
earthly
541
ενάλιος, -α, -ο
marine
542
κοσμικός, -ή, -ό
social/cosmic/worldly
543
τροχοφόρος, -η, -ο
wheeled
544
αφύσικος, -η, ο
unnatural
545
άσχετος, -η, -ο
unrelated
546
κλονισμένος, -η, -ο
shaky/impaired (health)
547
ανεξήγητος, -η, -ο
inexplicable
548
στεγανός, -ή, -ό
air-tight/water-tight
549
επιτυχής, -ής, -ές
successful
550
ισχυρός, -ή, -ό
strong/intense/loud/valid
551
αυτόχθονος, -η, -ο
indigenous
552
κουρελιασμένος, -η, -ο
tattered/ragged
553
ροζιάρικος, -η, -ο
gnarled
554
κατσούφης, -ης, -ες
surly
555
κατηφής, -ής, -ές
sullen/dour/dismal
556
αχρείος, -ης, -ες
vile
557
αποδοτικός, -ή, -ό
efficient, productive, profitable