Odyssey 1 Flashcards
(272 cards)
0
Q
αριδείκετος
A
Famous, glorious
1
Q
ο κρείων
A
Lord, master
2
Q
ο αοιδός
A
Bard, singer
3
Q
εναλίγκιος
A
Like, resembling
4
Q
η αυδή
A
Voice, speech
5
Q
η ευφροσύνη
A
Merriment
6
Q
ο δαιτυμων
A
Guest
7
Q
το δώμα
A
House
8
Q
η τράπεζα
A
Table
9
Q
πλήθω
A
To be full
10
Q
ο κρατήρ
A
Mixing vessel
11
Q
αφύσσω
αφύξειν
ηφυσάμην
A
Draw, pour into
12
Q
ο οινοχόος
A
Cup bearer
13
Q
ενέπω
ενίψω
ένισπον
A
To tell, relate
14
Q
πολύτροπος
A
Much-turned, much-travelled
15
Q
πλάζω
έπλαγξα
A
To wander
16
Q
πέρθω
πέρσω
έπερσα
A
Destroy, ravage
17
Q
το πτολίεθρον
A
Town, city, citadel
18
Q
το άστυ
A
Town
19
Q
ο νόος
A
Mind, reason
20
Q
το άλγος
A
Pain
21
Q
ο πόντος
A
Sea
22
Q
άρνυμαι
A
To receive for oneself, to gain, win
23
Q
‘ρύομαι
‘ρύσομαι
ερρυσάμην
A
Save, rescue
24
όλλυμι
ολουμαι
ώλεσα
Destroy
25
σφέτερος
Their own, their
26
η νήπιος
Child, fool
27
το 'ήμαρ
Day
28
πρόσφημι
φημί
φήσω
εφάμην
To speak to, address
29
πολύμητις
Of many counsels
30
απαμείβομαι
ψομαι
απημείφθην
Reply, answer
31
το δέπας
Goblet
32
η φρήν
Mind
33
ο θυμός
Heart, soul, spirit
34
το κηδος
Trouble, sorrow
35
επιτρέπω
επιτρέψω
έτρεψα
To turn to
36
έρομαι
ερήσομαι
ηρόμην
Ask
37
στονόεις
Causing groans
38
στεναχίζω
To sigh, grown, wail
39
οδυρόμαι
οδυρουμαι
ωδυράμην
Lament
40
κήδω
κηδήσω
κήδεσαι
To trouble, distress
41
διδωμι
δώσω
εδωκα
Give
42
μυθέομαι
μυθήσομαι
μυθήσατο
To speak
43
νηλεής
Pitiless, ruthless
44
ναίω
To dwell
45
απόπροθι
Far away
46
μέλω
Concerned with, well known
47
ο δόλος
cunning
48
ίκω
ιξω
ιξον
Come to, reach
49
το κλεος
Fame, reputation
50
ναιετάω
Dwell
51
ευδείελος
Clear
52
εινοσίφυλλος
With quivering foliage
53
αρθπρεπής
Conspicuous
54
υλήεις
Wooded
55
άνευθε
Without, away, far away
56
η ηώς
Dawn
57
τραχύς
Jagged
58
κουροτρόφος
Nursing mother
59
γλυκερός
Sweet
60
το στήθος
Breast
61
εφίμι
εφήσω
εφηκα
To send to, to incite, to throw into
62
ο άνεμος
Wind
63
πελάζω
πελάσσω
επέλασα
Draw near, come near
64
η άλοχος
Wife
65
το κτήμα
του κτήματος
possession
66
άνωγα
To command
67
το μέθυ
Wine
68
πίνω
πίομαι
έπιον
To drink
69
το μήλον
Sheep
70
σφάζω
To slaughter
71
η θις
της θινός
Shore
72
ελίπους
Rolling in their gait
73
´ελικτός
Crumple-horned
74
οίχομαι
οιχήσομαι
To be gone
75
γεγωνέω
To tell, proclaim
76
ο γειτων
του γειτωνος
Neighbor
77
αρείων
Better, stronger, braver
78
η ήπειρος
Land
79
επίσταμαι
Skilled in
80
το φύλλον
Leaf
81
το άνθος
του άνθεος
flower, blossom
82
η ναύς
Ship
83
θοός
Swift, quick
84
χαλκήρης
Fitted with brass
85
η εγχείη
Spear
86
αέξω
αεξήσω
ηέξησα
Grow, wax, increase
87
αλέξω
Ward off, defend
88
κλίνω
κλινώ
έκλινα
Turn the tide of battle
89
δαμάζω
δαμάσω
εδάμασα
Overpower
90
ευκνήμις
Well-greaves
91
αχεύω
Grieve, mourn
92
το ήτορ
Heart
93
άσμενος
Well-pleased, glad
94
δηιόω
δηώσω
εδήωσα
To cut down, slay
95
επόρνυμι
επόρσω
επωρσα
To stir up, arouse
96
ο νεφεληγερέτα
cloud-gatherer
97
θεσπέσιος
Divinely sounding
98
η λαιλαψ
της λαιλαπος
Tempest, furious storm
99
όρνυμι
όρσω
ωρσα
Stir up
100
επικάρσιος
Headlong
101
διασχίζω
To sever, separate
102
καθίημι
καθήσω
καθηκα
To lower, drop
103
δείδω
δείσομαι
έδεισα
To fear
104
όλεθρος
Ruin, destruction, death
105
εσσύμενος
Hurrying, eager
106
προερέσσω
To row forward
107
συνεχής
Continuously
108
έδω
Eat
109
ο ιστός
A ship's mast
110
ιθύνω
To make straight, steer
111
ασκηθής
Unscathed
112
´ικνέομαι
´ίξομαι
´ικόμην
To come
113
ο ρόος
current
114
το κύμα
του κύματος
Wave
115
απωθέω
απωθώσω
Push back
116
παραπλάζω
Cause to wander from the right way
117
το ειδαρ
του ειδατος
Food
118
αφύσσω
αφύξω
ήφυσα
To draw (liquids)
119
πατέομαι
επασάμην
Eat, taste
120
η ποτής
της ποτητος
A drink
121
πεύθομαι (πυνθάνομαι)
Learn
122
η χθών
της χθονός
Ground, earth
123
κρίνω
κρινώ
έκρινα
Separate, choose
124
οπάζω
οπάσσω
ώπασα
Send with, make follow
125
μίγνυμι
μίξω
έμιξα
Mix, mingle
126
μελιηδής
Honey-sweet
127
ο καρπός
Fruit
128
απαγγέλω
απαγγελώ
απηγγέιλα
Brig tidings, report
129
πάλιν
Back
130
ερέπτομαι
Feed on
131
κλαίω
Cry
132
ερύω
ερύω
είρυσα
Drag
133
το ζύγον
Rower's benches
134
κέλομαι
κελήσομαι
εκελήσατω
To command
135
ερίηρος
Faithful, trusty
136
σπέρχω
To set in rapid motion, to be in haste
137
´έζομαι
´εζόμην
To seat oneself, to sit
138
το ερετμόν
Oar
139
αχεύω
Grieving, mourning
140
'υπερφίαλος
Overbearing, arrogant
141
αθέμιστος
Lawless
142
φυτεύω
φυτεύσω
εφύτευσα
Plant
143
φύω
φύσω
έφυσα
Bring forth, produce
144
άσπαρτος
Unsown, untilled
145
ανήροτος
Unplowed
146
ο πυρός
Wheat
147
η κριθή
Barley
148
η άμπελος
Vine
149
ερθστάφυλος
Large clustered
150
ο όμβρος
Rain, rainstorm
151
αέξω
Increase
152
το κάρηνον
Peak
153
λάχεια
Fertile
154
τανύω
τανύσω
ετάνυσα
Stretch
155
η αίξ
η αιγός
Goat
156
απεριρέσιος
Boundless
157
άγριος
Wild
158
απερύκω
απερύξω
Keep away
159
ο πάτος
Treading, step
160
εισοιχνέω
Go into, enter
161
ο κυνηγέτης
Hunter
162
η ύλη
Forest
163
εφέπω
εφέψω
έφεπον
Push on, course
164
χηρεύω
To be without, lack
165
βόσκω
βοακήσω
To feed
166
η μηκάς
The bleating one
167
κάμνω
Work, build
168
περάω
περάσω
επέρασα
Cross, pass
169
ο λειμών
του λειμωνος
Meadow
170
'υδρηλός
Well-watered
171
μαλακός
Soft
172
άφθιτος
Imperishable
173
η άμπελος
Grape vine
174
λείος
Smooth
175
βαθύς
Deep
176
το λήιον
Crop
177
πιάρ
Fat
178
το ούδας
του ούδεος
The Ground
179
η ευνή
Mooring-stone
180
επικέλλω
επικέλσω
επέκελσα
To beach a ship, bring to shore
181
ο αήτης
Breeze
182
ρέω
ρεύσομαι
έρευνα
Flow, run
183
αγλαός
Bright, shining
184
η αίγειρος
Black poplar
185
ηγεμονεύω
ηγεμονεύσω
Lead the way
186
ορφναιος
Dark, murky
187
ο αήρ
του αέρος
Must
188
εισδέρκομαι
Look at
189
η χέρσος
Shore
190
καθαιρέω
καθαιρήσω
καθειλον
Take down
191
αποβρίζω
αποβρίξω
Go to sleep
192
διος
Heavenly
193
ροδοδάκτυνος
Rosy-fingered
194
ηρεγένεια
Early born
195
δινεύω
δινεύσω
εδίνησα
Whirl, spin around, roam around
196
η νύμφη
Wife, bride, nymph
197
η κόρη
Maiden, daughter
198
δειπνέω
δειπνήσω
εδέπνησα
To make a meal
199
το τόξον
A bow
200
καμπύλος
Curved
201
μενοεικής
Satisfying
202
η Θήρα
A hunting of wild beasts, the chase
203
'έπομαι
To follow
204
λαγχάνω
λήξομαι
έλαξον
To obtain by lot
205
καταδύω
καταδύσομαι
εδυσάμην
Set, sink
206
'ήμαι
To sit
207
το κρέας
Meat
208
δαίνυμι
δαίσω
έδαισα
Have a feast, distribute food
209
'ηδύς
Sweet
210
εκφθίνω
All be consumed
211
ο αμφιφορεύς
Large jar
212
λεύσσω
To look
213
ο καπνός
Smoke
214
η φθογγή
Voice
215
η όις
Ram
216
το κνέφας
Darkness
217
κοιμάω
κοιμήσω
εκοίμησά
Lull, put to sleep
218
μίμνω
Stay, stand fast
219
πειράω
πειράσω
επείρασα
Make a trial, attempt, try
220
φιλόξενος
Loving strangers, hospitable
221
θεουδής
Fearing god
222
το σπέος
Cave
223
η εσχατιά
Edge
224
'υψηλός
High
225
κατηρεφής
Covered over
226
η δάφνη
Laurel
227
ιαύω
ιαύσω
ίαυσα
To sleep
228
η αυλή
Enclosure, courtyard
229
δέμω
έδειμα
To build
230
κατωρυξ
Buried
231
η πίτυς
Pine
232
η δρύς
της δρυός
Tree
233
'υψίκομος
With lofty foliage
234
πελώριος
Huge, monstrous
235
ενιαύω
ενιαύσω
To sleep
236
ποιμαίνω
To tend, to here
237
οιος
Alone
238
πωλέω
πωλήσω
επώλησα
To barter
239
τεύχω
τεύξω
To make
240
το θαύμα
του θαύματος
A wonder, marvel
241
το ρίον
Peak
242
η αίγεος
Goat skin
243
ο ασκός
Skin
244
μέλας
Black, dark
245
αμφιβαινω
αμφιβήσομαι
To protect
246
περιέχω
περιέξω
περιέσχον
To protect
247
άζομαι
To stand in awe of
248
το άλσος
Grove
249
η αμφίπολος
Handmaid
250
η ταμία
Housekeeper
251
χέω
χεώ
έχεα
Pour
252
η οσμή
Smell, odor
253
όζω
οζήσω
ώζησα
To smell, to be exhaled
254
τα ήια
Provisions
255
ο κώρυκος
Leather sack
256
αγήνωρ
Proud
257
οίομαι
οιήσομαι
ωισάμην
Forebode
258
επιέννυμι
Clothed in
259
επέρχομαι
έπειμι
επήλθον
Come upon
260
η αλκή
Strength
261
νομέυω
νομέυσω
Graze
262
βρίθω
βρίσω
έβρισα
To be heavy
263
ο τυρός
Cheese
264
στείνω
To be crowded
265
διακρίνω
To separate from another
266
έργνυμι
To confine
267
εναμέλγω
To milk into
268
το έπος
Word
269
αίνυμαι
Take
270
κερδίων
Better (comparative)
271
μέλλω
μελλήσω
εμέλλησα
To be destined