Verb Flashcards

(80 cards)

1
Q

ἀγαπάω

A

I love

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
2
Q

βάλλω

A

I throw

βάλλω, βαλῶ, ἔβαλον, βέβληκα, βέβλημαι, ἐβλήθην

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
3
Q

βλέπω
(ble·pō)

A

I look at, see

βλέπω, βλέψω, ἔβλεψα, ______, ______, ______,

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
4
Q

γινὠσκω
(gi·nō·skō)

A

I know

γινώσκω, γνώσομαι, ἔγνων, ἔγνωκα, ἔγνωσμαι, ἐγνώσθην

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
5
Q

γρἀφω
(gra·phō)

A

I write

γράφω, γράψω, ἔγραψα, γέγραφα, γέγραμμαι, ἐγράφην

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
6
Q

ἐγείρω

A

I raise up

ἐγείρω, ἐγερῶ, ἤγειρα, ______, ἐγήγερμαι, ἠγέρθην

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
7
Q

εὑρίσκω
(eu·ri·skō)

A

I find, discover

εὑρίσκω, εὑρήσω, εὗρον, εὕρηκα, ______, εὑρέθην

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
8
Q

ζητέω

A

I seek

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
9
Q

κρίνω

A

I judge

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
10
Q

λαλἐω

A

I speak

λαλέω, λαλήσω, ἐλάλησα, λελάληκα, λελάλημαι, ἐλαλήθην

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
11
Q

λέγω

A

I say

λἐγω, ἐρῶ, εἶπον, εἴρηκα, εἴρημαι, ἐρρέθην

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
12
Q

λύω

A

I loose, untie

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
13
Q

λαμβἀνω, ἔλαβον

A

I receive, take

λαμβάνω, λήψομαι, ἔλαβον, εἴληφα, ______, ______

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
14
Q

ὁράω

A

I see

ὁράω, ὄψομαι, εἶδον, ἑώρακεν, ______, ὤφθην

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
15
Q

ποιἐω

A

I do, work, make

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
16
Q

σῴζω

A

I save

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
17
Q

εἰμί

A

I am

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
18
Q

ἔχω (εἰχον), ἐσχον

A

I have (Impf)

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
19
Q

ἄγω
(a·gō)

A

I lead

ἄγω, ἄξω, ἤγαγον, ______, ἤγμαι, ἤχθην

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
20
Q

ἀκολουθέω
(a·ko·lou·the·ō)

A

I follow

ἀκολουθέω, ἀκολουθήσω, ἠκολούθησα, ἠκολούθηκα, ______, ______

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
21
Q

ἀκούω
(a·kou·ō)

A

I hear, listen

άκούω, ἀκούσω ἤκουσα, ἀκήκοα, ______, ἠκούσθην

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
22
Q

ἀποθνήσκω
(a·po·thnē·skō)
(ἀπο + θνῄσκω)

A

I die

ἀποθνῄσκω, ἀποθνοῦμαι, ἀπέθανον, ______, ______, ______

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
23
Q

ἀπολύω
(a·po·lu·ō)

A

I set free

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
24
Q

διδάσκω
(di·da·skō)

A

I teach

διδάσκω, διδάξω, ἐδίδαξα, ______, ______, ἐδιδάχθην

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
25
ἐκβάλλω (ἐκ + βάλλω)
I cast out, throw out ἐκβάλλω, ἐκβαλῶ, ἐξέβαλον, ἐκβέβληκα, ἐκβέβλημαι, ἐξἐβλήθην
26
θεραπεύω (the·ra·peu·ō)
I heal θεραπεύω, θεραπεύσω, ἐθεράπευσα, ______, τεθεράπευμαι, ἐθεραπεύθην
27
καλέω
I call, cry out καλέω (ἐκάλουν), καλέσω, ἐκάλεσα, κέκληκα, κέκλημαι, ἐκλήθην
28
πείθω (pei·thō)
I convince, persuade πείθω, πείσω, ἔπεισα, ______, ______, ______
29
πέμπω (pem·pō)
I send πέμπω, πέμψω, ἔπεμψα, ______, ______, ἐπέμφθην
30
πιστεύω (pi·steu·ō)
I believe πιστεύω, πιστεύσω, ἐπίστευσα, πεπίστευκα, πεπίστευμαι, ἐπιστεύθην
31
προφητεύω (pro·phē·teu·ō)
I prophesy, proclaim
32
συνάγω (su·na·gō)
I gather συνάγω, συνάξω, συνήγαγον, ______, ______, συνήχθην
33
ὑπάγω (u·pa·gō)
I depart ὑπάγω (ὑπῆγον), -, -, -, -, -
34
ὑπακούω (u·pa·kou·ō)
I obey ὑπακούω (ὑπήκουον), ὑπακούσω, ὑπήκουσα, -, -, -
35
φέρω
I bear, carry
36
χαίρω
I rejoice, I am glad (passive translation) χαίρω, χαρήσομαι, ἐχαίρησα, _____, _____, ἐχάρην
37
αἰτέω (ai·te·ō)
I ask αἰτέω, αἰτήσω, ᾔτησα, ᾔτηκα, ᾔτημαι, -
38
ἀποκρίνομαι (a·po·kri·no·mai)
I answer ἀποκρίνομαι, -, ἀπεκρινάμην, -, -, ἀπεκρίθην
39
ἐξέρχομαι (e·xer·cho·mai) (ἐκ + ἔρχομαι)
I go out, come out ἐξέρχομαι, ἐξελεύσομαι, έξῆλθον, ἐξελήλυθα, -, -
40
ἔρχομαι (er·cho·mai)
I come, go ἔρχομαι, ἐλεύσομαι, ἤλθον (ἤλθα), ἐλήλυθα, -, -
41
καυχάομαι (kau·cha·o·mai)
Ι boast, glory καυχάομαι, καυχήσομαι, ἐκαυχησάμην, -, κεκαύχημαι, -
42
γίνομαι (gi·no·mai)
I become γίνομαι, γενήσομαι, ἐγενόμην, γέγονα, ________, ἐγενήθην
43
δέχομαι (de·cho·mai)
I receive δέχομαι, δέξομαι, ἐδεξάμην, -, δέδεγμαι, ἐδέχθην
44
διέρχομαι (di·er·cho·mai)
I go through διέρχομαι (διηρχόμην), διελεύσομαι, διῆλθον, διελήλυθα, -, -
45
δοξάζω (do·xa·zō)
I glorify, honour δοξάζω, δοξάσω, ἐδόξασα, ______, δεδόξασμαι, ἐδοξάσθην
46
δύναμαι (du·na·mai)
I am able to (to do something) δύναμαι, δυνήσομαι, ________, ________, ________, ἠδυνήθην
47
εἰσέρχομαι (ei·ser·cho·mai) (εἰς + ἔρχομαι)
I enter εἰσέρχομαι, εἰσελεύσομαι, εἰσῆλθον, εἰσελήλυθα, ________, ________
48
λογίζομαι (lo·gi·zo·mai)
I reckon, consider λογίζομαι (ἐλογιζόμην), -, ἐλογισάμην, -, -, ἐλογίσθην
49
προσέρχομαι (pro·ser·cho·mai) (πρός + ἔρχομαι)
I come to, go to προσέρχομαι, προσελεύσομαι, προσῆλθον, προσελήλυθα, ______, ______
50
προσέύχομαι (pro·seu·cho·mai)
I pray προσέύχομαι (προσηυχόμην), προσεύξομαι, προσηυξάμην, -, -, -
51
ἀνοίγω (a·noi·gō)
I open ἀνοίγω, ἀνοίξω, ἤνοιξα (ἠνέῳξα, ἀνέῳξα), ἀνέῳγα, ἀνέῳγμαι, ἀνεῴχθην
52
βαπτίζω (ba·pti·zō)
I baptise βαπτίζω, βαπτίσω, ἐβάπτισα, ______, βεβάπτισμαι, ἐβαπτίσθην
53
ἐλπίζω (el·pi·zō)
I hope ἐλπίζω, ἐλπιῶ, ἤλπισα, ἤλπικα, -, -
54
δεῖ (dei)
it is necessary, must (δεῖ appears only in the present and imperfect tenses. It is usually followed by an infinitive.)
55
οἶδα (oi·da)
I know, understand οἶδα, εἰδήσω, εἴσομαι, ᾔδειν, -, -, -
56
περιπατέω (pe·ri·pa·te·ō)
I walk, go about περιπατέω, περιπατήσω, περιεπάτησα, ______, ______, ______
57
κηρύσσω (kē·rus·sō)
I proclaim, preach κηρὐσσω, κηρύξω, ἐκήρυξα, ______, ______, ἐκηρύχθην
58
μέλλω (mel·lō)
I am about to μέλλω, μελλήσω, ______, ______, ______, ______
59
σταυρόω (stau·ro·ō)
I crucify σταυρόω, σταυρώσω, ἐσταύρωσα, ______, ἐσταύρωμαι, ἐσταυρώθην
60
ἀναβαίνω (a·na·bai·nō)
I go up (ἀνα + βαίνω)
61
ἀποδίδωμι (a·po·di·dō·mi)
I pay, return; sell (midd.)
62
ἀπόλλυμι (a·pol·lu·mi)
I destroy; perish (midd.)
63
ἀφίημι (a·phi·ē·mi)
I leave, dismiss, forgive
64
δίδωμι (di·dō·mi)
I give δίδωμι, δώσω, ἔδωκα, δέδωκα, δέδομαι, ἐδόθην
65
ἐπιτίθημι (e·pi·ti·thē·mi)
I lay, put on ἐπιτίθημι, ἐπιθήσω, ἐπέθηκα, ______, ______, ______
66
ἵστημι (i·stē·mi)
I stand ἵστημι, στήσω, ἔστην (ἔστησα), ἕστηκα, ______, ἑστήθην
67
καθαρίζω (ka·tha·ri·zō)
I clean καθαρίζω, καθαριῶ, ἐκαθάρισα, -, κεκαθάρισμαι, ἐκαθαρίσθην
68
καταβαίνω
I go down καταβαίνω, καταβήσομαι, κατέβην, καταβέβηκα, ______, ______
69
παρίστημι
I present, stand beside
70
προσκυνέω
I worship
71
σπείρω
I sow
72
τίθημι (ti·thē·mi)
I place τίθημι, θήσω, ἔθηκα, τέθεικα, τέθειμαι, ἐτέθην
73
ἐγγίζω (eg·gi·zō)
I approach, come near ἐγγίζω, ἐγγιῶ, ἤγγισα, ἤγγικα, -, -
74
θαυμάζω (thau·ma·zō)
I am amazed θαυμάζω, θαυμάσω ἐθαύμασα, ______, ______ , ἐθαυμάσθην
75
οἰκοδομέω (oi·ko·do·me·ō)
I build up οἰκοδομέω, οἰκοδομήσω, ᾠκοδόμησα, ᾠκοδόμηκα, ᾠκοδόμηται (3rd), ἐοικοδομηθην
76
φαίνω (phai·nō)
I shine φαίνω, φανῶ/φανήσω, ἐφᾶνα, ______, ______, ἐφάνην
77
φοβέω/φοβέομαι
I fear φοβέω/φοβέομαι, φοβηθησομαι, ______, ἐφοβήθην, ______, ______
78
ἄρχω (ar·chō)
I rule ἄρχω, ἄρξω, ἤρξα, ________, ________, ________
79
κράζω (kra·zō)
I cry out κράζω (ἔκραζον), κράξω, ἔκραξα, κέκραγα, -, -
80
πάσχω (pa·schō)
I suffer πάσχω (ἔπασχον), πασχον, ἔπαθον, πέπονθα, -, -