Verbs - Passive Common - Eng to Gk - Random Flashcards

(52 cards)

1
Q

I become hot

A

ζεσταίνομαι - ζεστάθηκα -
θα ζεσταθώ

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
2
Q

I become/happen

A

γίνομαι - έγινα -
θα γίνω

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
3
Q

I tire/become tired

A

κουράζομαι - κουράστηκα -
θα κουραστώ

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
4
Q

I work

A

εργάζομαι - εργάστηκα -
θα εργαστώ

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
5
Q

I am glad

A

χαίρομαι - χάρηκα -
θα χαρώ

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
6
Q

I exercise myself

A

γυμνάζομαι - γυμνάστηκα -
θα γυμναστώ

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
7
Q

I dress

A

ντύνομαι - ντύθηκα -
θα ντυθώ

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
8
Q

I wish/give blessing

A

εύχομαι - ευχήθηκα -
θα ευχηθώ

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
9
Q

I am sorry

A

λυπάμαι - λυπήθηκα -
θα λυπηθώ

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
10
Q

I find myself/am situate

A

βρίσκομαι - βρέθηκα -
θα βρεθώ

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
11
Q

I am interested in

A

ενδιαφέρομαι - ενδιαφέρθηκα -
θα ενδιαφερθώ

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
12
Q

I use

A

χρησιμοποιούμαι - χρησιμοποιήθηκα -
θα χρησιμοποιηθώ

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
13
Q

I need

A

χρειάζομαι - χρειάστηκα -
θα χρειαστώ

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
14
Q

I am born

A

γεννιέμαι - γεννήθηκα -
θα γεννηθώ

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
15
Q

I am in a hurry

A

βιάζομαι - βιάστηκα -
θα βιαστώ

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
16
Q

I meet

A

συναντιέμαι - συναντήθηκα -
θα συναντηθώ

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
17
Q

It is forbidden (3rd person - it)

A

απαγορεύεται - απαγορεύτηκε -
θα απαγορευτεί

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
18
Q

I marry

A

παντρεύομαι - παντρεύτηκα -
θα παντρευτώ

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
19
Q

I recover

A

συνέρχομαι - συνήθλα -
θα συνέθλω

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
20
Q

I feel/sense

A

αισθάνομαι - αισθάνθηκα -
θα αισθανθώ

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
21
Q

I ask myself

A

ρωτιέμαι - ρωτήθηκα -
θα ρωτηθώ

22
Q

it happens/occurs

A

συμβαίνει - συνέβηκε -
θα συμβεί

23
Q

I visit

A

επισκέφτομαι (or π) - επισκέφτηκα -
θα επισκεφτώ

24
Q

I wash myself

A

πλένομαι - πλύθηκα -
θα πλυθώ

25
I get involved
μπλέκομαι - μπλέχτηκα - θα μπλεχτώ
26
I am bored
βαριέμαι - βαρέθηκα - θα βαρεθώ
27
I remember
θυμάμαι - θυμήθηκα - θα θυμηθώ
28
I accept/receive
δέχομαι - δέχτηκα - θα δεχτώ
29
I sleep
κοιμάμαι - κοιμήθηκα - θα κοιμηθώ
30
I am loved
αγαπιέμαι - αγαπήθηκα - θα αγαπηθώ
31
I rest (myself)
ξεκουράζομαι - ξεκουράστηκα - θα ξεκουραστώ
32
I become clean
καθαρίζομαι - καθαρίστηκα - θα καθαριστώ
33
I shave myself
ξυρίζομαι - ξυρίστηκα - θα ξυριστώ
34
I get up
σηκώνομαι - σηκώθηκα - θα σηκωθώ
35
I deny/refuse
αρνούμαι - αρνήθηκα - θα αρνηθώ
36
I appear/seem
εμφανίζομαι - εμφανίστηκα - θα εμφανιστώ
37
I think
σκέφτομαι - σκέφτηκα - θα σκεφτώ
38
I benefit from
ωφελούμαι - ωφελήθηκα - θα ωφεληθώ
39
I imagine/suppose
φαντάζομαι - φαντάστηκα - θα φανταστώ
40
I am called/named
λέγομαι - λέχθηκα - θα λεχθώ
41
I dream
ονειρεύομαι - ονειρεύτηκα - θα ονειρευτώ
42
I seem/appear/look
φαίνομαι - φάνηκα - θα φάνω
43
I sit
κάθομαι - κάθισα - θα καθίσω (κάτσω)
44
I borrow
δανείζομαι - δανείστηκα - θα δανειστώ
45
I comb
χτενίζομαι - χτενίστηκα - θα χτενιστώ
46
I stand
στέκομαι - στάθηκα - θα σταθώ
47
I turn around/face about
στρέφομαι - στράφηκα - θα στραφώ
48
I get myself ready
ετοιμάζομαι - ετοιμάστηκα - θα ετοιμαστώ
49
I come
έρχομαι - ήρθα - θα ερθώ
50
I am embarrassed/ shy/ ashamed
ντρέπομαι - ντράπηκα - θα ντραπώ
51
I fear
φοβάμαι - φοβήθηκα - θα φοβηθώ
52
I worry/am worried
στενοχωριέμαι - στενοχωρέθηκα (or ήθηκα) - θα στενοχωρηθώ