Words 1 Flashcards
(15 cards)
Finance
χρηματοδότηση chri̱matodóti̱si̱ noun οικονομικά οικονομολογία verb χρηματοδοτώ
Asset
προσόν prosón noun κεφάλαιο προσόν
Stock
Μετοχή, χρεόγραφο
Sustainable
βιώσιμης vió̱simi̱s adjective ανεκτός υποστηρικτός
disentangle
ξεμπερδεύω
xemperdév̱o̱
verb
ξεμπερδεύω
corporate financing
εταιρική χρηματοδότηση
etairikí̱ chri̱matodóti̱si̱
Conglomerate
kongLOmereit] ουσ. συσφαίρωμα, σφαιροειδής μάζα # γεωλ. κροκαλοπαγές (πέτρωμα) # οικον. κοινοπραξία επιχειρήσεων (διαφόρων κλάδων δραστηριότητας) συνασπισμένων σε ενιαίο φορέα, “συγκρότημα”
[kongLOmerit] ρ. σχηματίζω σφαιροειδή μάζα
Aggregation
συσσωμάτωση
άθροισμα
σύνολο
Compound interest
compound interest
ανατοκισμός anatokismós noun ανατοκισμός επιτόκιο ανατοκιζόμενο επιτόκιο
Inflation
πληθωρισμός pli̱tho̱rismós noun πληθωρισμός φούσκωμα εμφύσηση
Dividend
μέρισμα mérisma noun μέρισμα διαιρετέος
Portfolio
[poortfOuliou] ουσ. χαρτοφύλακας, κν. ντοσιέ: leather portfolio δερμάτινος χαρτοφύλακας # υπουργείο, υπουργικό αξίωμα: minister without portfolio υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου # οικον. χαρτοφυλάκιο: securities in portfolio χαρτοφυλάκιο αξιογράφων
Diversify
daivErsifai] ρ. προσδίδω ποικιλία, ποικίλλω: diversify a teaching method προσδίδω ποικιλία σε μέθοδο διδασκαλίας # προσδίδω ιδιαιτερότητα, “ξεχωρίζω” his accent which diversifies him from.. η προφορά του τον ξεχωρίζει από.. # οικον. διευρύνω το φάσμα δραστηριοτήτων επιχείρησης (για να μειώσω τους κινδύνους): my publisher decided to diversify into computer typesetting ο εκδότης μου αποφάσισε να στραφεί και προς τη μηχανογραφική στοιχειοθεσία
Mean
Μέσος όρος
Volatility
αστάθεια, ευμεταβλησία