Words Flashcards
(32 cards)
Defy
Αψηφώ
Mitigate
Μετριάζω
Tailor
Προσαρμόζω
Entice
Δελεάζω, παρασύρω
Commodities
komOditi] ουσ. αγαθό, εμπορεύσιμο αντικείμενο πρακτικής χρησιμότητας ή αξίας, “είδος”: household commodities οικιακά είδη § spare time is a precious commodity for me ο ελεύθερος χρόνος είναι είδος πολυτελείας για εμένα # (διαπραγματεύσιμο) εμπόρευμα: commodities market χρηματιστήριο εμπορευμάτων # (αναλώσιμο) προϊόν # ΦΡ. commodity price index οικον. δείκτης τιμών χονδρικής πώλησης (αναλωσίμων) § basic / primary commodity οικον. βασικό (αναλώσιμο) προϊόν § staple commodities οικον. είδη πρώτης ανάγκης
Annuities
eniUiti] ουσ. (σταθερό) ετήσιο επίδομα ή ετήσια πρόσοδος: he receives a modest annuity παίρνει ένα μέτριο ετήσιο εισόδημα # είδος ασφάλισης που εξασφαλίζει ετήσιο εισόδημα
Πρόσοδος.
Intrinsic
εγγενής, ενύπαρκτος, “φυσικός”
Downturn
Ύφεση
Herd
Κοπάδι
Surefire
Αλάνθαστος
Impediment
Εμπόδιο
Aversion
Αποστροφή
Quirk
Ιδιοτροπία
Exploit
ekspLOit] ρ. εκμεταλλεύομαι, επωφελούμαι, αξιοποιώ: exploit solar energy εκμεταλλεύομαι την ηλιακή ενέργεια # εκμεταλλεύομαι αθέμιτα, καπηλεύομαι, “μεταχειρίζομαι”: don’t let the bosses exploit you μη αφήνεις τα αφεντικά να σε εκμεταλλεύονται
Reluctant
Διστακτικός
Depository
Αποθετήριο
Dividend
Μέρισμα
Yield
απόδοση
accrual
Συσσώρευση
Revenue
Έσοδα,εισόδημα
Depreciation
Υποτίμηση, πτώση
Expenditures
Έξοδα, δαπάνες
Amortization
Απόσβεση
Plant
εργοστάσιο ουσ θηλ
μονάδα ουσ θηλ
εγκατάσταση