Dickinson College Core Vocab 301 - 400 Flashcards
(100 cards)
ἕπομαι, ἕψομαι, ἑσπόμην, -, -, -
follow
ἥσσων, ἧσσον
less, weaker (comp. of κακός or μικρός)
ὄρος, ὄρους, τό
mountain, hill
πλήν
(prep.) except (+ gen.); (conj.) except that, unless, but
τέσσαρες, τέσσαρα
four
δυνατός, δυνατή, δυνατόν
strong, powerful, able
οἶκος, οἴκου, ὁ
house, home, family
ἄριστος, ἀρίστη, ἄριστον
best, noblest (superl. of ἀγαθός)
ῥᾴδιος, ῥᾳδία, ῥᾴδιον
easy
ἀφαιρέω, ἀφαιρήσω, ἀφεῖλον, ἀφῄρηκα, ἀφῄρημαι, ἀφῃρέθην
take from, take away
τύχη, τύχης, ἡ
luck, fortune (good or bad), fate, chance
φανερός, φανερά, φανερόν
clear, evident
πρόσωπον, προσώπου, τό
face, mask, person
πιστεύω, πιστεύσω, ἐπίστευσα, πεπίστευκα, πεπίστευμαι, ἐπιστεύθην
trust, rely on, believe in (+ dat.)
διδάσκω, διδάξω, ἐδίδαξα, δεδίδαχα, δεδίδαγμαι, ἐδιδάχθην
teach
ἄνω
up, upwards
τάσσω, τάξω, ἔταξα, τέταχα, τέταγμαι, ἐτάχθην
arrange, put in order
ὀφθαλμός, ὀφθαλμοῦ, ὁ
eye
δέχομαι, δέξομαι, ἐδεξάμην, -, δέδεγμαι, -εδέχθην
take, accept; welcome, entertain
ἀφικνέομαι, ἀφίξομαι, ἀφικόμην, -, ἀφῖγμαι, -
come to, arrive at
ἱκανός, ἱκανή, ἱκανόν
sufficient, enough; competent, able to (+ infin.)
ἐργάζομαι, ἐργάσομαι, εἰργασάμην, -, εἴργασμαι, -
work, labor
μάχη, μάχης, ἡ
battle
τρέφω, θρέψω, ἔθρεψα, τέτροφα, τέθραμμαι, ἐτράφην
nourish, feed, support, maintain; rear, educate