VERBS Flashcards

(545 cards)

1
Q

evolve, develop, improve(ε/π)
to become, to evolve

A

εξελίσσω να εξελίξω
εξελίσσομαι (I evolve) θα εξελιχθώ (I will evolve) εξελισσόμουν (I evolved) εξελίχθηκα (I evolved)

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
2
Q

to be sold(π)

A

πουλιέμαι, θα πουληθώ. πουλιόμουν(α), πουλήθηκα

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
3
Q

To cut myself

A

κόβομαι, θα κοπώ, κόπηκα, κοβόμουν(α)

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
4
Q

To be impressed

A

εντυπωσιάζομαι, θα εντυπωσιαστώ, εντυπωσιάστηκα, εντυπωσιαζόμουν

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
5
Q

To be built

A

χτιζομαι, θα χτιστω, χτιστηκα, χτιζομουν(α) οσουν, οταν, ομασταν, οσασταν, ονταν

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
6
Q

to express

A

εκφράζω

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
7
Q

to remind (sb) of

A

Θυμίζω

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
8
Q

Το provide, offer, give (ε/π)

A

παρέχω, θα παράσχω, ____, παρείχα
παρέχομαι,να παρασχεθώ, παρασχέθηκα, παρεχόμουν

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
9
Q

To profit, to realize, to reap,
Adam derives great satisfaction from writing poetry.

A

αποκομίζω

Ο Άνταμ αποκομίζει μεγάλη ευχαρίστηση γράφοντας ποίηση.

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
10
Q

to inform, update, notify

A

ενημερώνω,
θα ενημερώσω, ενημέρωσα, ενημέρωνα

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
11
Q

I remind
But I shall continue to remind you

A

υπενθυμίζω
Θα συνεχίσω να σoυ τo υπενθυμίζω

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
12
Q

to be warned, prescribed

A

προειδοποιούμαι, θα προειδοποιηθώ,προειδοποιήθηκα, προειδοποιούμουν (προειδοποιούσουν, προειδοποιούνταν, προειδοποιούμαστε, προειδοποιούσαστε, προειδοποιούνταν)

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
13
Q

I forewarn

A

προειδοποιώ

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
14
Q

to drive [sb] crazy, drive [sb] mad, drive [sb] insane
irritate, bother// to be driven crazy

A

τρελαίνω
τρέλανα
Tρελαίνομαι
τρελάθηκα
τρελαθώ

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
15
Q

το mention, report, refer to [sb/sth] (ε/π)
Don’t forget to mention the party when you talk to Olivia.

A

αναφέρω να αναφέρω ανέφερα, ανέφερα
αναφέρομαι να αναφερθώ, αναφέρθηκα, αναφερόμουν

Μην ξεχάσεις να αναφέρεις το πάρτυ όταν μιλήσεις με την Ολίβια.

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
16
Q

flee
I was almost mugged but I managed to get away.

A

ξεφεύγω να ξεφύγω ξέφευγα ξέφυγα

Σχεδόν με λήστεψαν, αλλά κατάφερα να ξεφύγω.

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
17
Q

get angry
I get angry when people are rude and obnoxious.

A

θυμώνω να θυμώσω θύμωσα θύμωνα είμαι θυμωμένος
Θυμώνω (or: νευριάζω) όταν οι άνθρωποι είναι αγενείς και ενοχλητικοί.

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
18
Q

destroy (ε/π), ruin, wreck, devastate
The earthquake destroyed all the buildings on this block.

A

καταστρέφω να καταστρέψω κατάστρεψα κατάστρεφα
καταστρέφομαι να καταστραφώ καταστρεφόμουν καταστράφηκα

Ο σεισμός κατέστρεψε όλα τα κτίρια σ’ αυτό το τετράγωνο.

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
19
Q

control check, inspect test manipulate (ε/π)
The courts in the US are supposed to limit the power of the president and Congress.

A

ελέγχω να ελέγξω έλεγξα (ήλεγξα) έλεγχα (ήλεγχα)
ελέγχομαι να ελεγχθώ ελέγχθηκα ελεγχόμουν
Τα δικαστήρια στις ΗΠΑ υποτίθεται πως ελέγχουν την εξουσία του προέδρου και του Κογκρέσου.

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
20
Q

consider, regard, think, believe (ε/π)
I look upon television as a bad influence.
Several people were identified as possible suspects in the robbery.

A

θεωρώ να θεωρήσω θεώρησα θεωρούσα
θεωρούμαι να θεωρηθώ θεωρήθηκα θεωρούμουν

Θεωρώ την τηλεόραση κακή επιρροή.
Αρκετά άτομα θεωρήθηκαν πιθανοί ύποπτοι για τη ληστεία.

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
21
Q

stop, quit, pause, cease, hush, shut up (ε/π)
The machine broke, so the foreman called a halt to the work.

A

παύω να παύσω / να πάψω έπαυσα / έπαψα έπαυα
παύομαι, να παυτώ/να παυθώ παύτηκα/παύθηκα παυόμουν

Το μηχάνημα χάλασε κι έτσι ο εργοδηγός έπαυσε τις εργασίες.

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
22
Q

introduce, refer, advise, found, establish (ε/π/ π. παρατατικος)
Allow me to introduce my friend Stephen.

A

συστήνω να συστήσω σύστησα, σύστηνα
συστήνομαι, να συστηθώ, συστήθηκα,
συστηνόμουν συστηνόμουνα (προφ.)
συστηνόσουν συστηνόσουνα (προφ.)
συστηνόταν συστηνότανε (προφ.)
συστηνόμαστε συστηνόμασταν (προφ.)
συστηνόσαστε συστηνόσασταν (προφ.)
συστήνονταν συστηνόντανε / συστηνόντουσαν (προφ.)

Επιτρέψτε μου να σας συστήσω (or: γνωρίσω) τον φίλο μου Στίβεν.

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
23
Q

show, reveal, develop
The computer displays the test items and the students use the keyboard to enter their responses.
(π) appear, show up, be developed
At last, they appeared at the far end of the beach.

A

εμφανίζω
Ο υπολογιστής εμφανίζει τα τεστ και οι μαθητές χρησιμοποιούν το πληκτρολόγιο για να καταχωρήσουν τις απαντήσεις τους.
εμφανίζομαι
Τελικά, εμφανίστηκαν (or: φάνηκαν) στην άλλη άκρη της παραλίας.

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
24
Q

doubt (ε/π)
I doubt if I can help you.

A

αμφιβάλλω, να αμφιβάλω, αμφέβαλα, αμφέβαλλα
αμφιβάλλεται
Αμφιβάλλω αν μπορώ να σε βοηθήσω.

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
25
dare
τολμάω, τολμώ να τολμήσω τόλμησα τολμούσα
26
quit, give up, abandon, dump
παρατάω, παρατώ
27
take on, assume, take over, bear, carry, receive(ε/π) The builder agreed to undertake the renovation.
αναλαμβάνω να αναλάβω, ανάλαβα (ανέλαβα) αναλάμβανα Ο οικοδόμος συμφώνησε να αναλάβει την ανακαίνιση. αναλαμβάνομαι, να αναληφθώ, αναλήφθηκα, αναλαμβανόμουν
28
move forward advance proceed progress, move
προχωράω, προχωρώ
29
be impatient cannot wait look forward
ανυπομονώ
30
like to be into enjoy
γουστάρω να γουστάρω γουστάρισα γουστάριζα / γούσταρα / γούστερνα
31
beg, plead
ικετεύω να ικετεύσω / να ικετέψω ικέτευσα / ικέτεψα
32
become sick, get sick
αρρωσταίνω να αρρωστήσω αρρώστησα αρρώσταινα αρρωστημένος
33
slip slide glide
γλιστράω, γλιστρώ να γλιστρήσω, γλίστρησα, γλιστρούσα/γλίστραγα
34
escape get out of [sth] save
γλιτώνω
35
exercise, train, practice
εξασκούμαι να εξασκηθώ, εξασκήθηκα, εξασκούμουν
36
discover, find out (ε/π)
ανακαλύπτω να ανακαλύψω, ανακάλυψα, ανακάλυπτα ανακαλύπτομαι, να ανακαλυφτώ, ανακαλύφτηκα
37
forbid, ban, prohibit (ε/π)
απαγορεύω, να απαγορεύσω / να απαγορέψω απαγορεύομαι, να απαγορευτώ να απαγορευθώ, απαγορεύτηκα απαγορεύθηκα
38
prove be proven, prove yourself
αποδεικνύω να αποδείξω, απόδειξα, αποδείκνυα / απόδειχνα αποδεικνύομαι, να αποδειχτώ να αποδειχθώ
39
intend, plan, aim, mean
σκοπεύω να σκοπεύσω σκόπευσα σκόπευα
40
murder, kill, assassinate (ε/π)
δολοφονώ δολοφονούμαι,να δολοφονηθώ
41
like (ε/π)
συμπαθώ, συμπαθιέμαι / συμπαθούμαι, να συμπαθηθώ, συμπαθήθηκα
42
break, break down, spoil, waste (ε/π)
χαλάω, χαλώ χαλιέμαι / χαλνιέμαι, να χαλαστώ, χαλάστηκα
43
watch, attend, monitor pay attention(ε/π)
παρακολουθώ παρακολουθούμαι, να παρακολουθηθώ
44
jump, leap, skip, fuck (ε/π)
πηδάω/πηδώ να πηδήξω / να πηδήσω, πήδηξα / πήδησα, πηδούσα/πήδαγα πηδιέμαι, να πηδηχτώ, πηδήχτηκα, πηδιόμουν/πηδιόμουνα
45
hide, conceal, hold back (ε/π)
κρύβω να κρύψω, κρύβομαι, να κρυφτώ, κρύφτηκα
46
cry, mourn, lament (ε/π)
κλαίω/κλαίγω να κλάψω, έκλαψα/'κλαψα, έκλαιγα/'κλαιγα κλαίγομαι, να κλαυτώ
47
redo
ξανακάνω, να ξανακάνω, ξανάκαμα / ξανάκανα, ξαναέκαμα / ξαναέκανα είναι ξανακαμωμένος
47
repeat(ε/π) (ε,υ,α)
επαναλαμβάνω να επαναλάβω, επανέλαβα επαναλαμβάνομαι, να επαναληφθώ
48
hate, detest, loathe, be disgusted by I hate that film because it is so violent
σιχαίνομαι να σιχαθώ, σιχαθηκα την σιχαίνομαι αυτη την ταινία επειδή έχει πολλή βία
49
chase, hunt, pursue(ε/π)
κυνηγάω, κυνηγώ κυνηγιέμαι να κυνηγηθώ
50
pick, pick up, collect, raise, congregate, summon, bring, tidy, control (ε/π)
μαζεύω να μαζέψω / να μάσω, μάζεψα / έμασα μαζεύομαι, να μαζευτώ, μαζεύτηκα
51
remain, stay
παραμένω να παραμείνω, παρέμεινα / παρέμεινα, παρέμενα/παρέμενα
52
be ashamed, be embarassed
ντρέπομαι να ντραπώ, ντράπηκα
53
mix up, confuse, tangle, entangle, involve (ε/π)
μπλέκω να μπλέξω, έμπλεξα/'μπλεξα μπλέκομαι, να μπλεχτώ, μπλέχτηκα
54
demand, require, claim(ε/π)
απαιτώ απαιτούμαι, να απαιτηθώ
55
take, receive (ε/π)
λαμβάνω να λάβω έλαβα λαμβάνομαι, να ληφθώ
56
touch I was warned not to touch the switch.
αγγίζω, αγγίξω, άγγιξα, άγγιζα Με προειδοποίσαν να μην αγγίξω το διακόπτη.
57
be missing The police are looking for a missing boy.
αγνοούμαι, να αγνοηθώ Η αστυνομία ψάχνει για ένα αγόρι που αγνοείται.
58
anxious, I get Lilianne was nervous about the situation, so I told her to relax and take it easy.
αγχώνομαι, αγχωθώ, αγχώηθκα, αγχωνόμουν Η Λίλιαν αγχώθηκε με την όλη κατάσταση, γι' αυτό της είπα να ηρεμήσει.
59
Feel I get lonely if there's nobody to talk to.
αισθάνομαι, αισθανθώ, αισθάνθηκα, αισθανόμουν Αισθάνομαι μοναξιά όταν δεν υπάρχει κανένας να του μιλήσω
60
follow Bicyclists must follow the same traffic rules as drivers.
ακολουθώ Οι ποδηλάτες πρέπει ν' ακολουθούν τους ίδιους κανόνες κυκλοφορίας με τους οδηγούς αυτοκινήτων.
61
cancelled, I am The concert had to be called off because of the typhoon.
ακυρώνομαι, ακυρωθώ, ακυρώθηκα, ακυρώνομουν Η συναυλία έπρεπε ν' ακυρωθεί εξαιτίας του τυφώνα.
62
cancel Have you ever had your flight canceled?
ακυρώνω, ακυρώσωυ, ακύρωσα, ακύρωνα Σου ακύρωσαν ποτέ την πτήση σου;
63
change We need to change.
αλλάζω Πρέπει ν' αλλάξουμε.
64
defend myself If somebody attacks you, you need to be able to defend yourself.
αμύνομαι, αμυνθώ, αμύνθηκα,αμυνόμουν Αν κάποιος σου επιτεθεί, πρέπει να αμυνθείς.
65
rise, climb, ascend, increase, cheer up When was the last time you were in a car?
ανεβαίνω Πότε ανέβηκες σε αυτοκίνητο τελευταία φορά;
66
postpone, defer, stall, put off We can't put it off any longer.
αναβάλλω, αναβάλω, ανέβαλα, ανέβαλλα Δεν μπορούμε να το αναβάλλουμε άλλο.
67
turn on, switch on Should I turn on the light?
ανάβω Ν' ανάψω το φως;
68
recognize recognize myself The thief was difficult to identify, as he was wearing a mask.
αναγνωρίζω αναγνωρίζομαι, αναγνωριστώ, αναγνωρίστηκα, αναγνωριζόμουν Ήταν δύσκολο να αναγνωριστεί ο ληστής, μιας και φορούσε μάσκα.
69
discover In the aftermath of the tornado, they discovered a lot of uprooted trees and houses that had been blown down.
ανακαλύπτω Στον απόηχο του ανεμοστρόβιλου ανακάλυψαν πολλά ξεριζωμένα δέντρα και σπίτια που τα έριξε ο αέρας.
70
interview, cross-examine The police want to question a suspect in connection with the murder.
ανακρίνω, ανακρίσω, ανάκρισα, ανάκρινα Η αστυνομία θέλει ν' ανακρίνει έναν ύποπτο σχετικά με το φόνο.
71
recycle (ε/π) If you have trash that can be recycled, throw it away in the proper bins.
ανακυκλώνω ανακυκλώνομαι Αν έχεις σκουπίδια που μπορούν ν' ανακυκλωθούν, πέταξέ τα στους κατάλληλους κάδους.
72
develop, grow, rise, evolve, expand (ε/π) The company grew quickly due to a strong demand for its products.
αναπτύσσω, ανέπτυξα αναπτύσσομαι, να αναπτυχθώ Η εταιρεία αναπτύχθηκε γρήγορα χάρη στη μεγάλη ζήτηση των προϊόντων της.
73
wonder I wonder why she left early.
αναρωτιέμαι, αναρωτηθώ, αναρωτήθηκα, αναρωτιόμουν Αναρωτιέμαι γιατί έφυγε νωρίς.
74
blowing up, I am The F1 racer caught fire and blew up.
ανατινάζομαι, ανατιναχτώ, ανατινάχτηκα, ανατιναζόμουν Το αυτοκίνητο της Φόρμουλα Ένα έπιασε φωτιά και ανατινάχτηκε.
75
refer, relate, pertain, advert It's reported that two people were injured in the explosion.
αναφέρομαι, αναφερθώ,αναφέρθηκα, αναφερόμουν Αναφέρεται ότι δύο (2) άτομα τραυματίστηκαν στην έκρηξη
76
tolerate, put up with, bear We live next to an international airport, so we have to put up with a lot of noise.
ανέχομαι, ανεχτώ, ανέχτηκα, ανεχόμουν Μένουμε δίπλα σ' ενα διεθνές αεροδρόμιο και πρέπει να ανεχόμαστε τη φασαρία.
77
worry, concern, disquiet There's nothing you can do about the situation, so there's no use worrying about it.
ανησυχώ, ανησυχήσω, ανησύχησα, ανησυχούσα Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για την κατάσταση, γι' αυτό δεν έχει νόημα να ανησυχείς.
78
repay, return Put a smile on your face, and you'll certainly get lots of smiles back.
ανταποδίνω, ανταποδώσω, ανταπέδωσα Φόρα ένα χαμόγελο και σίγουρα θα σου ανταποδώσουν πολλά χαμόγελα.
79
copy, duplicate, transcribe I copied the schedule.
αντιγράφω, αντιγράψω, αντέγραψα, αντέγραφα Αντέγραψα το πρόγραμμα.
80
encounter, confront, come up against Several men got angry with Jack in the bar and Jack told them he wasn't afraid to take them on.
αντιμετωπίζω, αντιμετωπίσω, αντιμετώπισα, αντιμετώπιζα Πολλοί άντρες τσαντίστηκαν με τον Τζακ στο μπαρ και ο Τζακ τους είπε ότι δεν φοβάται να τους αντιμετωπίσει.
81
deserve, merit Our flight was very early in the morning, so it wasn't worth going to bed.
αξίζω, άξιζα Η πτήση μας ήταν πολύ νωρίς το πρωί, γι' αυτό δεν άξιζε να κοιμηθούμε.
82
detest, hate Vadim hates flying.
απεχθανομαι, απεχθανόμουν Ο Βάντιμ απεχθάνεται τις πτήσεις.
83
take off We took off an hour ago, and now we're flying at a speed of nine hundred kilometers per hour at an altitude of ten thousand meters.
απογειώνομαι, απογειωθώ, απογειώθηκα, απογειωνομουν Απογειωθήκαμε πριν από μια ώρα και τώρα πετάμε με ταχύτητα εννιακοσίων (900) χιλιομέτρων την ώρα σε υψόμετρο δέκα χιλιάδων (10.000) μέτρων.
84
prove myself Nobody believed Sara at first, but she turned out to be right.
αποδεικνύομαι, αποδειχτώ, αποδείχτηκα, αποδεικνυόμουν Κανείς δεν πίστεψε τη Σάρα αρχικά, αλλά τελικά αποδείχτηκε ότι είχε δίκιο.
85
accept She accepted the job in spite of the salary, which was rather low.
αποδεχομαι, αποδεχτώ, αποδέχτηκα, αποδεχόμουν Αποδέχτηκε τη δουλειά παρά το μισθό, ο οποίος ήταν μάλλον χαμηλός.
86
disapprove, disfavor The audience was critical of the music performance.
αποδοκιμάζω, αποδοκιμάσω, αποδοκίμασα, αποδοκίμαζα Το κοινό αποδοκίμασε την μουσική ερμηνεία.
87
store, stock You should always save your files as you're working on them just in case your computer crashes.
αποθηκεύω, αποθηκεσω, αποθήκεσα, αποθήκευα Πρέπει πάντα να αποθηκεύεις τα αρχεία σου, όταν δουλεύεις μ' αυτά, σε περίπτωση που ο υπολογιστής σου κρασάρει.
88
falling asleep The noise keeps me from falling asleep.
αποκοιμάμαι, αποκοιμηθώ, αποκοιμήθηκα, αποκοιμόμουν Ο θόρυβος με βοηθάει να μην αποκοιμηθώ.
89
enjoy You really enjoyed your training course
απολαμβάνω, απολαύσω, απόλαυσα, απολάμβανα Απόλαυσες πραγματικά το πρόγραμμα της προπόνησής σου.
90
expect
αναμένω
91
rejected, I get After college, Zahida was turned down from every job she applied for.
απορρίπτω απορρίπτομαι, απορριφθώ, απορρίφθηκα, απορριπτόμουν Μετά το κολλέγιο η Ζαΐντα απορρίφτηκε απ' όλες τις δουλειές, όπου έκανε αίτηση.
92
make up
αποτελώ
93
consist Cake consists mainly of sugar, flour, and butter.
αποτελούμαι, αποτελεστώ, αποτελέστηκα, αποτελούμουν Το κέικ αποτελείται κυρίως από ζάχαρη, αλεύρι και βούτυρο.
94
avoid I'd promised I'd attend her wedding, now there's nothing I can do to get out of it.
αποφευγω Είχα υποσχεθεί να παρευρεθώ στο γάμο, τώρα όμως δεν γίνεται να το αποφύγω.
95
graduate
αποφοιτώ, αποφοιτώ, αποφοίτησα, αποφοιτούσα
96
say goodbye
αποχαιρετώ
97
late, I am
αργώ, αργήσω, άργησα, αργούσα
98
deny
αρνιέμαι, αρνηθώ, αρνήθηκα, αρνιόμουν
99
grab, catch, seize
αρπάζω, αρπάξω, άρπαξα, άρπαζα
100
grow, multiply, My salary's increased by three hundred fifty euros.
αυξάνομαι, αυξηθώ, αυξήθηκα, αυξανόμουν Ο μισθός μου αυξήθηκε κατά τριακόσια πενήντα ευρώ
101
leave
αφήνω
102
dedicate, spend How much time do you spend on your English assignments every day?
αφιερωνω Πόσο χρόνο αφιερώνεις καθημερινά στις εργασίες σου στα αγγλικά;
103
concern A scandal involving an oil company is an oil company scandal.
αφορώ, αφορούσα Το σκάνδαλο που αφορά εταιρεία πετρελαίου λέγεται σκάνδαλο εταιρείας πετρελαίου
104
put, set He's upset with him because he wants to put their parents in a nursing home.
βάλλω, βάλω, έβαλα, έβαλλα Είναι εκνευρισμένος μαζί του γιατί εκείνος θέλει να βάλει τους γονείς τους σε γηροκομείο.
105
bored, I am, feed up
βαριέμαι, βαρεθώ, βαρέθηκα, βαριόμουν
106
rely, count on, depend on Julius is someone you can rely on.
Βασίζομαι, βασιστώ, βασίστηκα, βασιζόμουν Ο Τζούλιους είναι άτομο, στο οποίο μπορείς να βασιστείς.
107
paint, color Somebody has painted the door
βάφω, βάψω, έβαψα, έβαφα Κάποιος έχει βάψει την πόρτα.
108
bring out, remove, take out, Take your shoes off before coming inside my house, and please don't wake the baby up.
βγάζω, βγάλω, έβγαλα, έβγαζα Βγάλε τα παπούτσια σου πριν μπεις στο σπίτι μου και σε παρακαλώ μην ξυπνήσεις το μωρό.
109
improve You can improve your language skills by reading more.
βελτιώνω,βελτιώσω, βελτίωσα, βελτίωνα Μπορείς να βελτιώσεις τις γλωσσικές σου ικανότητες διαβάζοντας περισσότερο.
110
hurry, be in a rush I'd better hurry.
βιαζομαι Καλύτερα να βιαστώ.
111
to be seen We don't see each other very often.
βλεπομαι, να ιδωθώ, ειδώθηκα Δεν βλεπόμαστε πολύ συχνά.
112
brush I brush my teeth every morning.
Βουρτσίζω Βουρτσίζω τα δόντια μου κάθε πρωί.
113
boil, seethe Water boils at one hundred degrees Celsius.
βράζω, βράσω, έβρασα, έβραζα Το νερό βράζει στους εκατό βαθμούς Κελσίου.
114
rain, wet, douse I'd rather wait until it stops raining.
βρέχω, βρέξω, έβρεξα, έβρεχα Προτιμώ να περιμένω ώσπου να σταματήσει να βρέχει.
115
be located, am, I
βρίσκομαι, βρεθώ, βρέθηκα, βρισκόμουν Βρέθηκαν σε δύσκολη κατάσταση.
116
find Do you think I should get another job?
βρίσκω Τι λες, να έβρισκα καμιά άλλη δουλειά;
117
thunder, slam I heard someone slamming the door in the middle of the night.
βροντάω, βροντάω, βρόντηξα, βροντούσα Άκουσα κάποιον μες στη νύχτα να βροντάει την πόρτα.
118
fill Please fill this pot with water and put it on the stove to boil.
γεμιζω Σε παρακαλώ γέμισε αυτή την κατσαρόλα με νερό και βάλ' τη στο μάτι της κουζίνας να βράσει.
119
born, I am, originate I was born in Colombia in nineteen eighty-nine
γεννιέμαι, γεννηθώ, γεννήθηκα, γεννιόμουν Γεννήθηκα στην Κολομβία το χίλια εννιακόσια ογδόντα εννιά
120
known, to be, met We'd never met before, so we introduced ourselves to one another.
γνωριζομαι, γνωριστω γνωριστηκα, γνωριζόμουν Δεν είχαμε γνωριστεί ποτέ, γι' αυτό συστηθήκαμε.
121
exercise, work out I need to start working out more.
γυμνάζομα Πρέπει ν' αρχίσω να γυμνάζομαι περισσότερο.
122
film, to It was made in nineteen sixty-five.
γυριζομαι Γυρίστηκε το χίλια εννιακόσια εξήντα πέντε (1965).
123
return, turn, rotate I recently went back to the town where I grew up.
γυρίζω, γυρίσω, γύρισα, γύριζα Πρόσφατα γύρισα πίσω στην πόλη, όπου μεγάλωσα.
124
bite
δαγκωνω, δάγκωσα Φοβηθηκα να πλησιασω το σκυλι γιατι φοβηθηκα μηπως με δαγκωσει
125
type, to
Δακτυλογραφώ
126
lend, loan
δανειζω
127
to show, indicate Camila showed me a picture of her son, who is a police officer.
δειχνω, δείξω, έδειξα, έδειχνα Η Καμίλα μού έδειξε μια φωτογραφία του γιου της, ο οποίος είναι αστυνομικός.
128
accept, receive
δέχομαι, δεχτώ, δέχτηκα, δέχομουν Δεν δέχεται το βρίσιμο.
129
declare, state You should register your bike in case it's stolen
δηλώνω, δηλώσω, δήλωσα, δήλωνα Θα 'πρεπε να δηλώσεις το ποδήλατό σου σε περίπτωση κλοπής.
130
interrupt, cut off, break off You keep interrupting when I'm talking.
Διακόπτω, διακόψω, διεκοψα, διέκοπτα Εξακολουθείς να με διακόπτεις όταν μιλώ.
131
protest The owners of the houses tried to protest, but it was to no avail.
διαμαρτύρομαι Οι ιδιοκτήτες των σπιτιών προσπάθησαν να διαμαρτυρηθούν, αλλά μάταια.
132
conceive, think of, imagine I wouldn't dream of asking them for money.
διανοούμαι Δεν μπορώ να διανοηθώ να τους ζητήσω χρήματα.
133
ascertain, discover, find out
διαπιστωνω διαπιστωνεις ότι η γυναικα που τραγουδαει εχει ωραια φωνη
134
last A drive that takes two hours is a two-hour drive.
διαρκώ, διαρκέσω, διάρκεσα, διαρκούσα Οδήγηση που διαρκεί δύο (2) ώρες λέγεται δίωρη οδήγηση.
135
break into, disrupt Somebody broke into our house, but nothing was stolen.
διαρρηγνύω, διαρρηξω, διέρρηξα, διερρήγνυα Κάποιος διέρρηξε το σπίτι μας, αλλά δεν κλάπηκε τίποτα.
136
cross, traverse A man was knocked down by a car when crossing the street and had to be taken to the hospital.
διασχίζω, διασχίσω, διέσχισα, διέσχιζα Ένας άντρας χτυπήθηκε από ένα αυτοκίνητο καθώς διέσχιζε το δρόμο και έπρεπε να μεταφερθεί στο νοσοκομείο.
137
keep, maintain, retain, preserve The police remained suspicious of the suspect's motives.
διατηρώ, διατηρήσω, διατήρησα, διατηρούσα Η αστυνομία διατηρεί τις υποψίες της για τα κίνητρα του ύποπτου.
138
facilitate, enable Having a car enables you to get around more easily.
διευκολύνω, διευκολύσω,διευκόλυσα, διευκόλυνα Έχοντας αυτοκίνητο σε διευκολύνει περισσότερο να κυκλοφορείς.
139
to narrate, tell
διηγιέμαι, διηγηθώ, διηγήθηκα, διηγιόμουν / διηγούμουν
140
give, grant
δίνω, δώσω, έδωσα, έδινα
141
try, test, taste
δοκιμάζω, δοκιμάσω, δοκίμασα, δόκιμαζα
142
hard time, having
δυσκολευομαι, δυσκολευτώ, δυσκολεύτηκα, δυσκολευόμουν
143
slandered, to be
δυσφημιζομαι
144
145
it happens, it occurs
συμβαίνει, Θα συμβεί, συνέβη, συνέβαινε
146
to become
γίνομαι θα γίνω έγινα
147
it is about
πρόκειται
148
to set, to define
ορίζω
149
to watch out, look after, notice
Προσέχω Θα προσέξω,πρόσεξα πρόσεχα
150
to forgive
Συγχωρώ Θα συγχωρήσω. Συγχώρεσα
151
I assume that
Υποθέτω ότι. Θα υπέθεσω- οτι Υπέθεσα ότι.
152
if only
μακάρι
153
to promise
υπόσχομαι Θα υποσχεθω υποσχέθηκα υποσχόμουν
154
to be taken out
βγάζομαι βγάλθω βγάλθηκα
155
allegedly, supposedly
υποτίθεται
156
I swear
Ορκίζομαι Θα ορκιστώ Ορκίστηκα
157
To Belong
ανήκω, ανήκα
158
to seize. to occupy to be seized, to be occupied
καταλαμβανω Present tense Future tense θα καταλάβω Aorist past tense κατέλαβα Past cont. tense καταλάμβανα καταλαμβάνομαι Future tense θα καταληφθώ Aorist past tense καταλήφθηκα Past cont. tense καταλαμβανόμουν
159
to wish
εύχομαι Future tense θα ευχηθώ Aorist past tense ευχήθηκα Past cont. tense ευχόμουν
160
to relax, loosen
χαλαρώνω
161
to endure (the couple's love endured trials and tribulations)
αντέχω Θα αντέξω, άντεξα, άντεχα (η αγάπη του ζεγαριού άντεξε δοκιμασίες και βάσανα
162
to pull (he pulled the computer towards him)
τραβάω, θα τραβήξω, τράβηξα, τραβούσα (τράβηξε τον υπολογιστή προσ το μέρος του)
163
To match Do my clothes match?
Ταιριάζω Ταιριάζουν τα ρούχα μου;
164
To care Caring for others make you a good neighbor
νοιάζομαι το να νοιάζεσαι για τους άλλους σε κάνει καλό γειτονιά
165
To succeed The plan succeeded after years of effort.
πετυχαίνω πέτυχα, πετύχει το σχέδιο πέτυχε μετά απο προσπάθειες ετών
166
To Trust
επιστεύομαι επιστεύτηκα
167
to owe
χρωστώ
168
to apply In this situation the old rules don't apply
ισχύω, θα ισχύσω, ίσχυσα Σε αυτήν την περίπτωση, οι παλιοί κανόνες δεν ισχύουν
169
To arrange We are arranging a company barbecue for the springtime.
Κανονιζω Κανονίζουμε ένα μπάρμπεκιου με τους εργαζόμενους της εταιρείας την άνοιξη.
170
to fall in love The couple fell in love when they were in college.
ερωτεύομαι Το ζευγάρι ερωτεύτηκε όταν ήταν στο πανεπιστήμιο.
171
to joke I am joking Aw, I was just fooling. I didn't mean it seriously.
αστειεύομαι Ω, απλά αστειευόμουν. Δεν το εννοούσα στα σοβαρά
172
Adapt to
Προσαρμόζομαι
173
to set, to define
ορίζω
174
to bother, to tease
πειράζω
175
I mean
εννοώ. θα εννόησω εννόησα εννοούσα
176
to seize. to occupy to be seized, to be occupied
καταλαμβανω Present tense Future tense θα καταλάβω Aorist past tense κατέλαβα Past cont. tense καταλάμβανα καταλαμβάνομαι Future tense θα καταληφθώ Aorist past tense καταλήφθηκα Past cont. tense καταλαμβανόμουν
177
review, to
ξαναβλέπω
178
notice, to Observe
παρατηρώ
179
force, to
αναγκάζω
180
sound out, to
συλλαβίζω
181
weigh, to
ζυγίζω
182
send away, to
διώχνω, να διώξω
183
to pet
χαΪδεύω
184
to cut (hair)
κουρευω
185
get a haircut
κουρεύομαι
186
belittle sth,
υποτιμώ
187
to be sleepy
νυστάζω
188
to combine
συνδυάζω
189
(2)
ψάχνω γυρεύω
190
Πρέπει να _____ από τον αγώνα. | (& root)
αποχωρήσω | (αποχωρώ)
191
To reflect on
Αναλογίζομαι
192
To accomplish
Κατορθώνω
193
to need | (2)
χρειάζομαι έχω ανάγκη από
194
to take a break
κάνω διάλειμμα
195
to advise
συμβουλεύω
196
to set aside / to leave behind
αφήνω κατά μέρος
197
to be disappointed
απογοητεύομαι
198
``` Bore I try to pay attention, but algebra class bores me ```
Βαριέμαι | Προσπαθω να παρακολουθώ, αλλά το μάθημα της άλγεβρας με κάνει να βαριέμαι
199
Wake | She wakes at seven o'clock in the morning
Ξυπνάει στις επτά το πρωί
200
I weigh
Ζυγίζω
201
Choose
διάλεξω
202
Pull
τραβώ
203
Attack (verb)
επιτίθεμαι
204
Underline
υπογραμμίζω
205
Match (verb)
ταιριάζω
206
cultivate, grow, raise, educate, polish, refine, practice, culture The ideas in his book nourish young students' minds. Try to cultivate an attitude of detachment. It's important to foster independence in your child.
καλλιεργώ Οι ιδέες σε αυτό το βιβλίο καλλιεργούν το μυαλό των νεαρών σπουδαστών. Προσπάθησε να καλλιεργήσεις μια στάση αποστασιοποίησης. Είναι σημαντικό να καλλιεργεί κανείς το αίσθημα της ανεξαρτησίας στα παιδιά του.
207
we will soon become
θα γίνουμε κι εμείς σύντομα
208
It snowed yesterday. Not a lot. We have about 6 centimeters.
Χιόνiσε χθες. Όχι πολλά. Έχουμε περίπου 6 εκατοστά.
209
To grant | The Patriarch of Constantinople granted autocephaly to the Orthodox Church in Ukraine
χορηγώ | Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως χορήγησε αυτοκεφαλία στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας
210
Look | I have seen her looking at you
Κοιτάζω | Την έχω δει να σε κοιτάζει
211
Discuss, Converse | They discussed politics for an hour
συζητώ | συζητούσαν για τα πολιτικά για μία ώρα
212
I am born
γεννιέμαι
213
I confuse
μπερδεύω
214
Flatter | Compliment
κολακεύω
215
Take out, take off | If you're hot, why not take off that coat?
βγάζω | Εάν ζεσταίνεσαι γιατί δεν βγάζεις το παλτό σου;
216
Involve, implicate (κ)
εμπλέκω, εμπλεξω, ενέπλεξα
217
Ignore, disregard
αγνοώ
218
Confuse
μπερδεύω
219
Fill in
συμπληρώνω
220
copy down
σημειώνω
221
Choose, select
επιλέγω
222
Exchange (verb)
ανταλλάζω
223
Introduce, present
παρουσιάζω
224
I lend
δανειζω
225
I Increase (passive verb)(κ)
αυξάνεμαι, αυξηθώ
226
I create (2 verbs)
φτιάχνω/ | δημιουργώ
227
plant | It is always best to plant trees in spring or autumn.
φυτεύω | Είναι πάντοτε καλύτερα να φυτέψεις δέντρα την άνοιξη ή το φθινόπωρο.
228
to talk or chat
κουβεντιάζω
229
to grow up
μεγαλώνω
230
to relocate
μετακομίζω
231
I am saddened at the thought of the suffering of innocent people
Λυπάμαι για τη σκέψη των δεινών αθώων ανθρώπων.
232
We must remember
πρεπει να θυμόμαστε
233
I forbid you. You are forbidden
Σ' απαγορεύω. Εσυ απαγορεύεσαι
234
I guess
μαντεύω
235
CONDITIONAL VERB FORMS I would go I should go I could go
θα πήγαινα θα επρεπε να παω Θα μπορουσα να παω
236
to give an order, to order (alternative)
διατάζω έδωσε εντολή
237
to ground (an airplane)
καθηλώνω
238
insult, offend, touch on
θίγω να θίξω έθιξα/'θιξα θίγομαι, να θιχτώ/να θιχθώ θίχτηκα/θίχθηκα
239
trouble, bother, interest, employ (ε/π) work be employed occupy yourself be interested in
απασχολώ, να απασχολήσω απασχολούμαι να απασχοληθώ
240
adapt, adjust (ε/π)
προσαρμόζω προσαρμόζομαι, να προσαρμοστώ
241
to be disappointed
απογοητεύομαι
242
to be compelled
αναγκάζομαι
243
To reflect on
Αναλογίζομαι
244
To accomplish
Κατορθώνω
245
to choose
διαλέγω
246
to serve / to be of use
χρησιμεύω
247
to cure
θεραπεύω
248
to have gotten lost
έχω χαθεί
249
to explain
εξηγώ
250
to brace oneself
προετοιμάζομαι
251
to remain
απομένω
252
to be hit
χτυπίεμαι
253
to kiss
φιλώ
254
to paint
ζωγραφίζω
255
Consider Examine , inspect, scrutinize contemplate She considered his face for a long time
περιεργάζομαι Περιεργάστηκε το πρόσωπο του
256
to manage
καταφέρνω
257
to discourage
αποθαρρύνω
258
to obey
υπακούω
259
to react
αντιδρώ
260
to be rejected
απορρίπτομαι
261
to hurry through
ξεπετάω, ξεπετάξω , ξεπέταξα , ξεπετούσα
262
to light up
φωτίζομαι
263
to fall asleep
αποκοιμάμαι
264
to improve
βελτιώνω
265
to keep
φυλάω
266
to happen/chance to
τυχαίνω
267
to recoil, bounce, hop
αναπηδάω
268
«\_\_\_\_\_\_ την κοιλιά μου!» (& root)
τρίψε | (τρίβω)
269
to be responsible / to be at fault
φταίω
270
to die
πεθαίνω
271
\_\_\_\_\_\_\_\_ να είμαι μία γιατρός.
Τυχαίνει
272
Η Leslie Knope _________ σαν κένταυρος. To be Pictured, depicted
απεικονίζεται
273
Πρέπει να ______ το φαγητό σου πριν να μιλήσεις. (& root)
καταπιείς | (καταπίνω)
274
Ο σκύλος ____ ξανά τις παντόφλες μου! | (& root)
μάσησε | (μασώ)
275
Τα σκυλιά μας πάντα _____ τις ουρές τους όταν γυρίσουμε στο σπίτι από τη δουλειά. (& root)
κουνάνε | (κουνάω)
276
Η ταίνια ______ τρεις ώρες. | (& root)
διαρκεί | (διαρκώ)
277
'Εχεις _________ την δύσκολη θέση μου; | (& root)
αναλογιστεί | (αναλογίζομαι)
278
Για να _______ το απίθανο, πρέπει να δοκιμάσεις το παράλογο. (& root)
κατορθώσεις | (κατορθώνω)
279
Κάποιες φορές ________ τον Τιμ στο ντους.
τρομάζω
280
Ο πίνακας ______ ένα αγόρι να φάει το μεσημεριανό του. (& root)
απεικονίζει | (απεικονίζω)
281
Η Λούσι _______ τους φίλους της για πολλά ζητήματα. (& root)
συμβουλεύει | (συμβουλεύω)
282
Σίγουρα είναι δύσκολο για κάθε οικογένεια να ________ το σπίτι τους. (& root)
εγκαταλείψει | (εγκαταλείπω)
283
Το κορίτσι _________ ότι απότυχε το τεστ. (& root)
απογοητεύθηκε | (απογοητεύομαι)
284
Η Λίμα _______ να εγκατελείψει την σπίτι της όταν ερχόταν ο τυφώνας. (& root)
αναγκάστηκε | (αναγκάζομαι)
285
Όταν ήμουν νέα, συχνά ονειρευόμουν ότι θα μπορούσα να \_\_\_\_\_\_. (& root)
πετάξω | (πετάω)
286
Πώς μπορώ να σε \_\_\_\_\_\_; | (& root)
χρησιμεύσω | (χρησιμεύω)
287
Που να _______ την μία από την άλλη; | (& root)
ξεχωρίσω | (ξεχωρίζω)
288
Το ν'ακούς μπορεί να _______ και μια σχέση. (& root)
βελτιώσει | (βελτιώνω)
289
Ο σκίουρος _____ τους καρπούς του για το χειμώνα. (& root)
φυλάει | (φυλάω)
290
to bend over
σκύβω
291
to utter
εκστομίζω
292
to fall | (2)
πέφτω πίπτω
293
to burst, explode
σκάω
294
to irritate, annoy
εκνευρίζω
295
to desire, want, miss
επιθυμώ
296
to add
προσθέτω
297
to originate, come from
προέρχομαι
298
to sink
βυθίζομαι
299
to dedicate oneself (to something)
αφιερώνομαι
300
to tie, bind, fasten, connect
δένω
301
to observe, comment, remark
παρατηρώ
302
to shock, astonish
σοκάρω
303
to contemplate, ponder
συλλογίζομαι
304
to contemplate, ponder
συλλογίζομαι
305
to save
σώζω
306
to present, display, introduce, exhibit
παρουσιάζω
307
to take care of to observe, pay attention to be careful
προσέχω
308
to pass, come, drop by
περνάω
309
to arrange, plan, schedule, organize
κανονίζω
310
to proceed, advance
προχωρώ
311
to greet, to say farewell
χαιρετάω
312
to check
τσεκάρω
313
to sneeze
φτερνίζομαι
314
to be grilled, roasted, baked to be in the mood for
ψήνομαι
315
to notify, inform
ειδοποιώ
316
to put in order, settle, arrange
τακτοποιώ
317
to raise, lift
σηκώνω
318
to detach, extort, extract, distract
αποσπώ
319
to come from, originate from, hail from, be of descent of
κατάγομαι
320
to impose, force, inflict (κ) It is a bad time to impose new taxes on working people
επιβάλλω, επιβάλω , επέβαλα Είναι κακή εποχή να επιβάλουμε νέους φόρους στους εργαζόμενους
321
to narrate, recount | (3)
αφηγούμαι διηγούμαι εξιστορώ
322
to trust, entrust
εμπιστεύομαι
323
it concerns, refers to, pertains to | (3rd person only)
αφορά αφορούν
324
to weigh
ζυγίζω
325
to lift slightly
ανασηκώνω
326
to convince, persuade
πείθω
327
to owe, be obliged to
οφείλω
328
to inhabit
κατοικώ
329
to show, put forward, project The local cinema is showing the work
προβάλλω, προβάλω , πρόβαλα , πρόβαλλα Το τοπικό σινεμά προβάλλει το έργο
330
Protrude
Εξέχω
331
to restart, resume
ξαναρχίζω
332
to look like, seem, resemble
μοιάζω
333
to miss | (i.e. a target)
αστοχώ
334
to underline
υπογραμμίζω
335
to practice The six year olds practiced writing the letter C.
εξασκούμαι εξασκηθω, εξασκηθηκα Τα εξάχρονα εξασκήθηκαν στη γραφή του γράμματος C.
336
to visit
επισκέπτομαι
337
to fill, stuff
γεμίζω
338
to respect, show respect for | (2)
εκτιμώ σέβομαι
339
to shiver
τρέμω
340
to regret
μετανιώνω
341
to intend, plan
σκοπεύω
342
to make fun of, mock, tease
κοροϊδεύω
343
to create
δημιουργώ
344
to relax, de-stress | (2)
χαλαρώνω ξεσκάω / ξεσκάζω
345
to deserve | (3)
δικαιούμαι μου αξίζει αξίζω
346
to suppose, assume, presume
υποθέτω, υποθέσω , υπέθεσα
347
to win, defeat, beat | (2)
νικώ κερδίζω
348
to accept | (i.e. concede, come to terms with) You must come to terms with reality.
αποδέχομαι Πρέπει να αποδεχτείς την πραγματικότητα
349
to strut, boast, flex
κορδώνομαι
350
to appear, pop up
εμφανίζομαι
351
to depend on, rely on
εξαρτώμαι από
352
to confuse, tangle
μπερδεύω
353
to imply, insinuate
υπονοώ
354
to attribute, ascribe, render To what do you attribute your early success?
αποδίδω, θα αποδώσω , απέδωσα Σε τι αποδίδεις την πρώιμη επιτυχία σου;
355
to iron
σιδερώνω
356
to pollute
ρυπαίνω, θα ρυπάνω , ρύπανα
357
to vote
ψηφίζω
358
lay [sth] set [sth] smooth [sth] break [sth] in He laid Lino on the hall
στρώνω Έστρωσε Λίνο στο διάδρομο
359
unfasten, unbind, untie solve
λύνω
360
to resign, quit
παραιτούμαι
361
to come true, be realized, be accomplished
πραγματοποιούμαι
362
to download to lower, put down (κ)
κατεβάζω, κατεβάσω , κατέβασα
363
to disappear
εξαφανίζομαι
364
to replace, substitute
αντικαθιστώ
365
to inspire
εμπνέω
366
to be occupied with, deal with, attend to to work, do for a living
ασχολούμαι, ασχοληθώ
367
to judge, evaluate, assess (κ)
κρίνω, θα κρίνω , έκρινα
368
Η Λίμα _______ να εγκατελείψει την σπίτι της όταν ερχόταν ο τυφώνας. (& root)
αναγκάστηκε | (αναγκάζομαι)
369
to shout, yell at, berate to come down on
κράζω
370
to identify with, empathize
ταυτίζομαι
371
to carry
κουβαλάω
372
to mention, report, refer to
αναφέρω
373
to pretend, act
υποκρίνομαι
374
to interrupt, disrupt
διακόπτω, θα διακόψω , διέκοψα
375
to set, fix, stage, prop up
στήνω
376
to pick, pick up, collect to summon to tidy
μαζεύω
377
to be exhausted, run out (k)
εξαντλούμαι, εξαντλείσαι, εξαντλούμαστε εξαντληθώ ,
378
to share
μοιράζομαι
379
to displease, dissatisfy
δυσαρεστώ
380
to hate, loathe, detest to be disgusted by
σιχαίνομαι
381
to discern, perceive, distinguish
διακρίνω, θα διακρίνω , διέκρινα
382
to navigate, pilot
πλοηγώ
383
to emit, send out
εκπέμπω, θα εκπέμψω . Εξέπεμψα
384
to suck, slurp
ρουφάω / ρουφώ
385
to burn, be on fire, sizzle
καίω
386
to edit (i.e. a movie)
μοντάρω, θα μοντάρω , μοντάρισα , μοντάριζα
387
pull, extend take [sth] too far, string [sth] out
παρατραβάω / παρατραβώ
388
analyze, scrutinize elaborate, expand
αναλύω
389
to cooperate, collaborate (κ)
συνεργάζομαι, συνεργαστώ
390
to connect, join, link
συνδέω
391
to symbolize
συμβολίζω
392
to get dirty, get stained (κ)
λερώνομαι, λερωθώ
393
to tan, suntan to blacken, darken
μαυρίζω
394
to chat, have a word
κουβεντιάζω
395
to break, break down, bend, bow He refused to bow
λυγίζω, Αρνήθηκε να λυγίσει
396
to grab
αρπάζω
397
to clench
σφίγγω
398
to get, obtain, procure From where can we procure it?
προμηθεύομαι Από που μπορούμε να το προμηθευτούμε ;
399
to supply, provide
προμηθεύω
400
to monopolize
μονοπωλώ
401
to sideline, shunt aside
παραμερίζω
402
to feel dizzy
ζαλίζομαι, ζαλιστώ
403
to count, measure
μετράω
404
to tear, rip, split open
σχίζω
405
to hang down
κρέμομαι
406
to catch, be in time for (κ) I am in a hurry to catch ….
προλαβαίνω, θα προλάβω , πρόλαβα Βιάζομαι να προλάβω …
407
to communicate, contact
επικοινωνώ
408
to dawn
ξημερώνω
409
to lower, turn down
χαμηλώνω
410
to freeze
παγώνω
411
to take care of, look after
φροντίζω
412
to care
νοιάζομαι
413
to greet, welcome, receive He will greet our flight
υποδέχομαι, υποδεχτώ Θα υποδεχτεί την πτήση μας
414
to please, delight
χαροποιώ
415
to wonder
αναρωτιέμαι
416
to be warm, warm up
ζεσταίνομαι
417
to recognize
αναγνωρίζω
418
to caress, pet
χαϊδεύω
419
to settle, work for (suffice)
βολεύω
420
to settle, work for (suffice) Does that work for you?
βολεύω Σε βολεύει ;
421
to confine, limit, restrict
περιορίζω
422
to be set | (i.e. a book or movie)
διαδραματίζομαι
423
to match [with], go together
ταιριάζω
424
to explore, investigate
εξερευνώ
425
to tear up, well up | (2)
δακρύζω βουρκώνω
426
to work out, exercise, play sports (κ)
αθλούμαι, αθληθω, αθλήθηκα , αθλουμουν
427
to take, receive | (2)
λαμβάνω παίρνω
428
to take part in
λαμβάνω μέρος σε
429
to endure, withstand, tolerate | (2) (κ)
αντέχω, αντέξω , άντεξα , άντεχα ανέχομαι, ανεχθώ , ανέχθηκα
430
to bark
γαβγίζω
431
to strain, pressure, force, stump Things got rough for Roger when his wife left him
ζορίζω Τα πράγματα ζορίσαν για τον Ροτζερ όταν τον παράτησε η γυναίκα του
432
to misunderstand
παρεξηγώ
433
to organize
οργανώνω
434
to be forgotten (κ)
ξεχνιέμαι, ξεχαστώ
435
to wrap He wrapped the gift
τυλίγω Τύλιξε το δώρο
436
to vomit
ξερνάω
437
to shrink, become smaller
συρρικνώνομαι
438
to shrink [sth]
συρρικνώνω
439
to fall in love
ερωτεύομαι
440
to spread, stretch If you stretch out your arm
απλώνω Εάν απλώνεις το χέρι σου
441
to repent, change one's mind
μετανοώ
442
to send away, shoo, repel (κ)
διώχνω, διώξω , έδιωξα
443
to trick, fool
ξεγελαώ
444
to suffer
υποφέρω
445
to weave, spin The spider weave a web to catch insects
υφαίνω, υφάνω , ύφανα , ύφαινα Η αράχνη υφαίνει έναν ιστό για να πιάνει έντομα
446
to decorate, adorn | (2)
στολίζω διακοσμώ
447
to relieve, comfort, alleviate
ανακουφίζω
448
to flow, roll
κυλάω
449
to identify with, relate, coincide
ταυτίζομαι
450
to pour, spill *[slang]* to cum, ejaculate
χύνω
451
to promise
υπόσχομαι
452
to end up
καταλήγω
453
to take advantage of, capitalize on
εκμεταλλεύομαι, εκμεταλλευτώ , εκμεταλλεύτηκα
454
to have fun, enjoy oneself
διασκεδάζω
455
to treat, behave towards
συμπεριφέρομαι σε, συμπεριφερθω, συμπεριφέρθηκα
456
to bite (κ)
δαγκώνω, θα δαγκώσω , δάγκωσα
457
to stamp | (i.e. with rubber stamp)
σφραγίζω
458
to chirp | (2)
κελαηδώ τιτιβίζω
459
to drag oneself, be dragged to slither, creep to lag (κ)
σέρνομαι, συρθω , σύρθηκα
460
to put out, extinguish
σβήνω
461
to whisper
ψιθυρίζω
462
to glare
αγριοκοιτάζω
463
to frown | (2)
συνοφρυώνομαι κατσουφιάζω
464
to supervise, oversee
επιβλέπω
465
to continue | (2)
συνεχίζω εξακολουθώ
466
to imitate, copy (κ)
μιμούμαι, μιμηθώ
467
to hunch, slouch
καμπουριάζω
468
to mark, signal something The signal was marking the beginning of the work day
σηματοδοτώ Η σειρήνα σηματοδοτούσε την αρχή της εργάσιμης μέρας
469
to lessen, be reduced (κ)
μειώνομαι, μειωθώ
470
be called, named
λέγομαι, ειπωθώ | tenses other than present usually in common voice only: "it has been said..." etc...
471
call
καλώ / καλέσω
472
last, go on
διαρκώ / διαρκέσω
473
look for, request, solicit
ζητώ (**), ζητήσω | {*ζήταγα}
474
place, put, set, lay
βάζω, βάλω
475
(I) ride ( horse or bicycle)
ιππεύω
476
to implement, apply, execute, put into practice The director implemented the rules
εφαρμόζω Ο διευθυντής εφάρμοσε τους κανόνες
477
to absorb
απορροφάω
478
to charge [sth]
φορτίζω
479
to give birth
γεννάω
480
to giggle
χαχανίζω
481
to incorporate, integrate, imbed, include
ενσωματώνω
482
to exchange, swap
ανταλλάζω ανταλλάσσω
483
to be bothered / upset by | (2)
χολοσκάω για στεναχωριέμαι για
484
to spend all day and all night
ξημεροβραδιάζομαι
485
to trouble, bother The businessman had six people in his employ. This is an issue that concerns everyone.
απασχολώ Ο επιχειρηματίας απασχολούσε έξι άτομα. Αυτό είναι ένα ζήτημα που απασχολεί τους πάντες.
486
to demolish, knock down
κατεδαφίζω
487
to train, educate
εκπαιδεύω
488
to smell good
μοσχοβολάω
489
to exaggerate
υπερβάλλω
490
to dry up (κ)
ξεραίνομαι, ξεραθώ
491
to oil, lubricate to bribe
λαδώνω
492
to make something taste dull
ανοσταίνω, θα ανοστυνω, ανοστυνα
493
to make something tasty
νοστιμίζω
494
to track, monitor progress of | (2)
παρακολουθώ καταγράφω
495
to time
χρονομετρώ
496
to unite
ενώνω
497
to conquer
κατακτώ
498
to poison
δηλητριάζω
499
to be poisoned
δηλητριάζομαι
500
to contribute (c)
συμβάλλω, συμβάλω, συνέβαλα , συνέβαλλα
501
to bury
θάβω
502
to participate, take part in (κ)
συμμετέχω, συμμετάσχω , συμμετείχα
503
to invest (κ)
επενδύω, επενδύσω , επένδυσα
504
to applaud
χειροκροτώ
505
to deny, refuse
αρνούμαι
506
to step, push, press
πατάω
507
to plant
φυτεύω
508
to guide, give a tour
ξεναγώ
509
to be predominate, to dominate
κυριαρχώ
510
to shave [something]
ξυρίζω
511
to shave [oneself]
ξυρίζομαι
512
to inflate, bloat
φουσκώνω
513
to deflate
ξεφουσκώνω
514
to be due (to)
οφείλομαι (σε), θα οφειλομαι, … οφειλομουν
515
to walk, step | (2)
περπατάω βαδίζω
516
to imply, insinuate (c)
υπονοώ, υπονοήσω , υπονόησα, υπονοούσα.
517
to enchant, bewitch
μαγεύω
518
to turn on, switch on, light
ανάβω
519
to make up, form
αποτελώ
520
to lengthen, extend Last year I cut my hair very short but now I am letting it grow out.
μακραίνω, μακρύνω , μάκρυνα , μάκραινα Πέρσι έκοψα τα μαλλιά μου πολύ κοντά αλλά τώρα τα αφήνω να μακρύνουν .
521
to dry
στεγνώνω
522
to rinse
ξεπλένω
523
to braid, to knit, weave
πλέκω
524
to clench
σφίγγω
525
to pretend, act (κ)
υποκρίνομαι, υποκριθώ
526
to get pissed off
τσαντίζομαι, τσαντίστηκα
527
to remove
αφαιρώ
528
to suffer
παθαίνω, πάθω, έπαθα
529
to make, build
φτιάχνω Θα φταίξω έφταιξα
530
mix, mix in, blend, stir
ανακατεύω, θα ανακατέξω ανακάτεξα
531
pour, toss, throw
ρίχνω Θα ρίξω έριξα
532
``` melt vi (be heated until liquid) The ice melted when the sun came out. ```
λιώνω Θα λιωσω έλιωσε Ο πάγος έλιωσε όταν βγήκε ο ήλιος.
533
dissolve (substance: in liquid)
διαλύω Θα διαλύσω διέλυσα
534
knead (massage: dough)
ζυμώνω Θα ζυμωσω ζύμωσα
535
το loosen to dislodge
ξεκολλάω, Θα ξεκολλησω ξεκόλλησα
536
abrade, rub, wear ,
τρίβω Θα τριψω έτριψα
537
pronounce, to
προφέρω
538
quit, to
παραιτούμαι, παραιτήθηκα
539
attend, το
παρευρίσκομαι, παραβρίσκομαι, παραβρέθηκα/παρευρέθηκα
540
opposed, to be object Everyone opposed Neil's idea to go camping.
αντιτίθεμαι, αντιτεθώ, αντιτέθηκα ειμαι αντιθετος Όλοι αντιτέθηκαν στην ιδέα του Νιλ να πάνε για κάμπινγκ
541
be opposed object resist He opposed his parents' idea
αντιτάσσομαι, αντιταχτώ Αντιτάχθηκε στην ιδέα των γονιών.
542
be against oppose, be opposed to object The opposition are bound to resist the policy, of course.
εναντιώνομαι, εναντιωθώ Η αντιπολίτευση είναι δεδομένο ό,τι θα εναντιωθεί στην πολιτική αυτή, φυσικά.
543
confront, face deal cope
αντιμετωπίζω
544
enroll sign up for register
γράφομαι, γραφτώ