VERBS Flashcards
(545 cards)
evolve, develop, improve(ε/π)
to become, to evolve
εξελίσσω να εξελίξω
εξελίσσομαι (I evolve) θα εξελιχθώ (I will evolve) εξελισσόμουν (I evolved) εξελίχθηκα (I evolved)
to be sold(π)
πουλιέμαι, θα πουληθώ. πουλιόμουν(α), πουλήθηκα
To cut myself
κόβομαι, θα κοπώ, κόπηκα, κοβόμουν(α)
To be impressed
εντυπωσιάζομαι, θα εντυπωσιαστώ, εντυπωσιάστηκα, εντυπωσιαζόμουν
To be built
χτιζομαι, θα χτιστω, χτιστηκα, χτιζομουν(α) οσουν, οταν, ομασταν, οσασταν, ονταν
to express
εκφράζω
to remind (sb) of
Θυμίζω
Το provide, offer, give (ε/π)
παρέχω, θα παράσχω, ____, παρείχα
παρέχομαι,να παρασχεθώ, παρασχέθηκα, παρεχόμουν
To profit, to realize, to reap,
Adam derives great satisfaction from writing poetry.
αποκομίζω
Ο Άνταμ αποκομίζει μεγάλη ευχαρίστηση γράφοντας ποίηση.
to inform, update, notify
ενημερώνω,
θα ενημερώσω, ενημέρωσα, ενημέρωνα
I remind
But I shall continue to remind you
υπενθυμίζω
Θα συνεχίσω να σoυ τo υπενθυμίζω
to be warned, prescribed
προειδοποιούμαι, θα προειδοποιηθώ,προειδοποιήθηκα, προειδοποιούμουν (προειδοποιούσουν, προειδοποιούνταν, προειδοποιούμαστε, προειδοποιούσαστε, προειδοποιούνταν)
I forewarn
προειδοποιώ
to drive [sb] crazy, drive [sb] mad, drive [sb] insane
irritate, bother// to be driven crazy
τρελαίνω
τρέλανα
Tρελαίνομαι
τρελάθηκα
τρελαθώ
το mention, report, refer to [sb/sth] (ε/π)
Don’t forget to mention the party when you talk to Olivia.
αναφέρω να αναφέρω ανέφερα, ανέφερα
αναφέρομαι να αναφερθώ, αναφέρθηκα, αναφερόμουν
Μην ξεχάσεις να αναφέρεις το πάρτυ όταν μιλήσεις με την Ολίβια.
flee
I was almost mugged but I managed to get away.
ξεφεύγω να ξεφύγω ξέφευγα ξέφυγα
Σχεδόν με λήστεψαν, αλλά κατάφερα να ξεφύγω.
get angry
I get angry when people are rude and obnoxious.
θυμώνω να θυμώσω θύμωσα θύμωνα είμαι θυμωμένος
Θυμώνω (or: νευριάζω) όταν οι άνθρωποι είναι αγενείς και ενοχλητικοί.
destroy (ε/π), ruin, wreck, devastate
The earthquake destroyed all the buildings on this block.
καταστρέφω να καταστρέψω κατάστρεψα κατάστρεφα
καταστρέφομαι να καταστραφώ καταστρεφόμουν καταστράφηκα
Ο σεισμός κατέστρεψε όλα τα κτίρια σ’ αυτό το τετράγωνο.
control check, inspect test manipulate (ε/π)
The courts in the US are supposed to limit the power of the president and Congress.
ελέγχω να ελέγξω έλεγξα (ήλεγξα) έλεγχα (ήλεγχα)
ελέγχομαι να ελεγχθώ ελέγχθηκα ελεγχόμουν
Τα δικαστήρια στις ΗΠΑ υποτίθεται πως ελέγχουν την εξουσία του προέδρου και του Κογκρέσου.
consider, regard, think, believe (ε/π)
I look upon television as a bad influence.
Several people were identified as possible suspects in the robbery.
θεωρώ να θεωρήσω θεώρησα θεωρούσα
θεωρούμαι να θεωρηθώ θεωρήθηκα θεωρούμουν
Θεωρώ την τηλεόραση κακή επιρροή.
Αρκετά άτομα θεωρήθηκαν πιθανοί ύποπτοι για τη ληστεία.
stop, quit, pause, cease, hush, shut up (ε/π)
The machine broke, so the foreman called a halt to the work.
παύω να παύσω / να πάψω έπαυσα / έπαψα έπαυα
παύομαι, να παυτώ/να παυθώ παύτηκα/παύθηκα παυόμουν
Το μηχάνημα χάλασε κι έτσι ο εργοδηγός έπαυσε τις εργασίες.
introduce, refer, advise, found, establish (ε/π/ π. παρατατικος)
Allow me to introduce my friend Stephen.
συστήνω να συστήσω σύστησα, σύστηνα
συστήνομαι, να συστηθώ, συστήθηκα,
συστηνόμουν συστηνόμουνα (προφ.)
συστηνόσουν συστηνόσουνα (προφ.)
συστηνόταν συστηνότανε (προφ.)
συστηνόμαστε συστηνόμασταν (προφ.)
συστηνόσαστε συστηνόσασταν (προφ.)
συστήνονταν συστηνόντανε / συστηνόντουσαν (προφ.)
Επιτρέψτε μου να σας συστήσω (or: γνωρίσω) τον φίλο μου Στίβεν.
show, reveal, develop
The computer displays the test items and the students use the keyboard to enter their responses.
(π) appear, show up, be developed
At last, they appeared at the far end of the beach.
εμφανίζω
Ο υπολογιστής εμφανίζει τα τεστ και οι μαθητές χρησιμοποιούν το πληκτρολόγιο για να καταχωρήσουν τις απαντήσεις τους.
εμφανίζομαι
Τελικά, εμφανίστηκαν (or: φάνηκαν) στην άλλη άκρη της παραλίας.
doubt (ε/π)
I doubt if I can help you.
αμφιβάλλω, να αμφιβάλω, αμφέβαλα, αμφέβαλλα
αμφιβάλλεται
Αμφιβάλλω αν μπορώ να σε βοηθήσω.


































