Λεξιλόγιο Flashcards

Σημασία αρχαίων ελληνικών λέξεων σε νέα ελληνικά (288 cards)

1
Q

πᾶς , πᾶσα, πᾶν

A

όλος, όλη, όλο

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
2
Q

κολάζω

A

τιμωρώ

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
3
Q

διὰ τὴν ἀρετὴν

A

εξαιτίας της αρετής

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
4
Q

ταῖς μεγίσται τιμωρίαις

A

με τις μεγαλύτερες τιμωρίες

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
5
Q

βιάζομαι

A

χρησιμοποιώ βία

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
6
Q

συνάγω ἐκκλησίαν

A

κάνω συγκέντρωση

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
7
Q

ἑστώς

A

μένοντας όρθιος

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
8
Q

θαυμάζω

A

απορώ, παραξενεύομαι

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
9
Q

εἶτα

A

έπειτα

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
10
Q

χαλεπώς φέρω τινί

A

πικραίνομαι με κάποιον, αγανακτώ

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
11
Q

ξένος

A

φίλος απο ξένη χώρα

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
12
Q

εὖ ποιῶ τινα

A

ευεργετώ κάποιον

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
13
Q

εὖ πάσχω ὑπό τινος

A

ευεργετούμαι από κάποιον

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
14
Q

αἱρέομαι-οῦμαι

A

εκλέγω, προτιμώ, εκλέγομαι

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
15
Q

ἕπομαι + δοτική

A

ακολουθώ κάποιον

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
16
Q

ἀγείρω

A

συναθροίζω, συγκεντρώνω

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
17
Q

ἀγὼν

A

αγώνας, μάχη, άμιλλα, στάδιο, δίκη

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
18
Q

ἄγω καὶ φέρω

A

λεηλατώ

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
19
Q

ἄδεια

A

έλλειψη φόβου, ασφάλεια

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
20
Q

ἆθλον

A

έπαθλο, βραβείο

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
21
Q

δέδοικα-δέδια

A

φοβάμαι

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
22
Q

ἀνήκεστος-ἀνήκεστον

A

που δεν θεραπεύεται

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
23
Q

θέω

A

τρέχω

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
24
Q

συνεισπίπτω

A

ορμώ μέσα, εισορμώ μαζί

How well did you know this?
1
Not at all
2
3
4
5
Perfectly
25
εἴσω-ἔσω
μέσα
26
ὄχλος
πλήθος λαού (στρατιωτών)
27
βίᾳ
βίαια, με τη βία
28
οἴκοι
στην πατρίδα
29
οἴκαδε
στο σπίτι, στην πατρίδα
30
οἴκοθεν
από το σπίτι, από την πατρίδα
31
ἔνδον
μέσα
32
καθέλκω
σύρω από τη ξηρά στην θάλασσα
33
οἴομαι-οἶμαι
νομίζω, θεωρώ ότι
34
ἀπόλλυμι
χάνω
35
ἀπόλλυμαι
καταστρέφομαι, χάνομαι
36
αἱρέω-αἱρῶ
συλλαμβάνω, κυριεύω κάποιον
37
ἁλίσκομαι υπό τινος
συλλαμβάνομαι, κυριεύομαι από κάποιον
38
ἀποφεύγω
καταφεύγω, ζητώ καταφύγιο
39
μεταπέμπομαι
στέλνω και προσκαλώ
40
σχεῖν
να εμποδίσουν, να αναχαιτίσουν
41
ἐκεῖ γίγνομαι
φτάνω εκεί
42
πλεονεκτέω-πλεονεκτῶ
έχω πλεονεκτήματα, είμαι σε πλεονεκτική κατάσταση
43
συμμάχομαι τινι
συμπολεμώ, πολεμώ με κάποιον ως σύμμαχο
44
οὐδέποτε
ποτέ μέχρι τότε
45
στατεύομαι
εκστρατεύω
46
ὅτι οὐκ εθελήσαιεν
διότι δε δέχτηκαν
47
θύω
θυσιάζω
48
ἐάω-ἐῶ
αφήνω
49
ἐάω-ἐῶ
αφήνω
50
συμβάλλεται
συντελεί
51
πορθέω-πορθῶ
λεηλατώ
52
ἐφαίνοντο πεπορθηκότες
ολοφάνερα είχαν λεηλατήσει
53
ἡττάομαι-ἡττῶμαι
νικιέμαι
54
παραγίγνομαι τινι
βοηθώ κάποιον
55
συμμαρτυρέω-ῶ τινι
καταθέτω ως μαρτυρία κάτι μαζί με κάποιον
56
ποὺ
κάπου
57
ποῖ;
προς ποιο μέρος;
58
ποὶ
κάπου, προς κάποιο μέρος
59
ποθὲν
από κάποιο μέρος
60
πότε;
κατά ποια ώρα;
61
πηνίκα;
κατά ποια ώρα;
62
ποτὲ
κάποτε
63
πὼς
κάπως
64
πῇ;
σε ποιο μέρος; πού; - ή πώς;
65
πῂ
σε κάποιον τόπο, κάπου - ή κάπως
66
ἐνθένδε
απ' εδώ
67
τηνικαῦτα
εκείνη την ώρα
68
ὧδε
έτσι, ως εξής
69
ταύτη
σ' αυτόν τον τόπο, εδώ - ή έτσι
70
οὗ
εκεί όπου
71
ὅποι
προς τα εκεί όπου
72
ὅθεν
απ' όπου
73
ὁπηνίκα
την ώρα που
74
ὡς
όπως
75
ὥσπερ
όπως ακριβώς
76
ὅπῃ
όπου - ή όπως
77
ἡγοῦμαι περίεργον εἶναι
νομίζω ότι είναι παράδοξο
78
ἀμφισβητῶ τῶν κλήρων
αμφισβητώ (διεκδικώ) τις κληρονομικές υποθέσεις
79
ἀποφαίνω
αποδεικνύω
80
πρότεροι τῷ γένει καί τῇ φιλίᾳ
οι πλησιέστεροι στούς συγγενείς και στη φιλία, οι κοντινότεροι συγγενείς και οι στενοί φίλοι
81
οὐδέτερον τούτων
ούτε το ένα ούτε το άλλο από αυτά
82
τά οὐ προσήκοντα
τα ανάρμοστα πράγματα, τα πράγματα που δεν τους ανήκουν
83
παρασκευάζομαι ψευδεῖς λόγους
ετοιμάζω (μηχανεύομαι) ψεύτικα επιχειρήματα
84
βούλομαι εἰπείν βραχέα
θέλω να μιλήσω σύντομα
85
ἰσχυρίζομαι ταῖς διαθήκαις
θεωρώ ισχυρή τη διαθήκη, επιμένω στις διαθήκες
86
λύω τάς διαθήκας
ανακαλώ τη διαθήκη, καταλύω (καταργώ) τις διαθήκες
87
ἐπανορθόω-ἐπανορθῶ
διορθώνω
88
βεβαιόω-βεβαιῶ
βεβαιώνω, εξασφαλίζω
89
εἰκός ἐστι
είναι φυσικό, είναι πιθανό
90
σκοπέω-σκοπῶ ή σκοπέομαι-σκοποῦμαι
εξετάζω, παρατηρώ
91
ἀναιρέω-ἀναιρῶ
σηκώνω, καταργώ
92
δῆλος
φανερός, ορατός
93
ἰσχυρῶς
πολύ
94
κερδαίνω
κερδίζω
95
ὁ μέγιστα δυνάμενος
αυτός που έχει πολύ δύναμη
96
δίκην λαμβάνω τινά
τιμωρώ κάποιον
97
δίκην δίδωμι ὑπό τινος
τιμωρούμαι από κάποιον
98
κατεργάζομαι
κατορθώνω
99
ἐπιορκέω-ἐπιορκῶ
παραβαίνω τον όρκο
100
διά τοῦ ἐπιορκεῖν
διμέσου της παράβασης του όρκου
101
ψεύδομαι
λέω ψέματα
102
ἀποθνήσκω ὑπό τινος
σκοτώνομαι, φονεύομαι από κάποιον
103
ἀποκτείνω τινα
σκοτώνω, φονεύω κάποιον
104
ταύτα πεποιηκώς
ενώ είχε κάνει τα ίδια
105
αἰκίζομαι
βασανίζω, βασανίζομαι (μέσο-παθητικό)
106
τυγχάνω τελευτῆς (τελευτῶ)
πεθαίνω
107
χρή
πρέπει
108
ἡ ἕλιξ
ο έλικας
109
ἡ σάρξ
η σάρκα
110
ἡ φάραγξ
το φαράγγι
111
ἡ θρίξ
η τρίχα
112
ὁ λίψ
ο λίβας (αέρας νότιος)
113
ἡ ἀγελάς
η αγελάδα
114
ἡ γλαῦξ
η γλαύκα
115
ὁ, ἡ βήξ
ο βήχας
116
ἡ φλέψ
η φλέβα
117
ὁ χάλυψ
ο χάλυβας
118
οὐδείς
κανείς, μηδαμινός
119
οὐδέν
τίποτα
120
ἀναισθητέω-ἀναισθητῶ
δεν έχω αίσθηση, δεν έχω συναίσθηση
121
ἄλγος
πόνος, βάσανο, θλίψη
122
συναμφότεροι
και οι δύο μαζί
123
ζῆν
το να ζει κανείς, η ζωή
124
ἕνεκα
διότι, εξαιτίας, ως προς
125
οίος
τέτοιος που, όπως
126
δή
λοιπόν
127
ἀναγιγνώσκω
διαβάζω, αναγνωρίζω
128
οὗ
αυτού, του εαυτού του
129
δῆλός εἰμι
είμαι φανερός
130
διαβιῶ / διαμένω
ζω κάπου μόνιμα
131
διάγω / διαγίγνομαι
περνώ τον καιρό μου
132
οὐ διαλείπω
δε σταματώ
133
διατελῶ
είμαι συνεχώς
134
λανθάνω
μένω απαρατήρητος
135
οἴχομαι
έχω φύγει
136
τυγχάνω
συμβαίνει να είμαι, είμαι
137
φαίνομαι / φανερός εἰμί
είμαι φανερός
138
φθάνω
προφταίνω
139
ἐπιλείπω
αφήνω
140
ὑπάρχω
αρχίζω πρώτος
141
κάμνω
κουράζομαι
142
περιορῶ
αδιαφορώ, επιτρέπω
143
ἐπιλανθάνομαι
ξεχνώ
144
ἐλέγχω
αποδεικνύω
145
παρέχω
παρουσιάζω
146
ἥδομαι
ευχαριστιέμαι
147
περιγίγνομαι
υπερτερώ
148
λείπομαι
υστερώ
149
ἄβατος
ο μη βατός, αδιάβατος, απαραβίαστος
150
ἀβέβαιος
ασταθής, άστατος
151
ἀβίωτος
ανυπόφορος
152
ἀβίωτόν ἐστι τινὶ
ο βίος είναι ανυπόφορος σε | κάποιον
153
ἀβοητὶ
χωρίς βοή
154
ἀβουλεύω
δεν θέλω να…
155
ἀβουλία
έλλειψη σκέψεως, απερισκεψία
156
ἄβουλος
αυτός που δεν θέλει, απερίσκεπτος
157
ἀβούλως
απερίσκεπτα, ασύνετα
158
ἁβρὸς
λεπτός, χαριτωμένος, κομψός
159
ἀγαθὸς
καλός, ευγενής, ανδρείος
160
ἀγαθὰ φρονῶ
έχω καλά αισθήματα
161
ἀγαθὰ πάσχω
ευεργετούμαι
162
ἄγαμαι
θαυμάζω, επαινώ
163
ἄγαν
πολύ
164
ἀγαπάω–ῶ
αγαπώ, αρκούμαι σε κάτι
165
ἀγαπητῶς
πρόθυμα, με χαρά, αρκετά
166
ἀγγελία (ἄγγελος)
είδηση, αγγελία
167
ἀγγέλλω
αναγγέλλω
168
ἄγγελος
αγγελιοφόρος
169
ἀγνοέω–ῶ
αγνοώ
170
ἄγνοια
άγνοια, αμάθεια
171
ἀγνωμονέω–ῶ
ενεργώ ασύνετα
172
ἀγνωμόνως
αναίσθητα
173
ἀγνωμοσύνη
αναισθησία, δυσμένεια
174
ἀγνώμων
αναίσθητος, απερίσκεπτος
175
ἀγνωσία
άγνοια, αφάνεια
176
ἄγονος (ἀ+γονὴ)
άκαρπος, στείρος, άτεκνος
177
ἀγορὰ
συγκέντρωση, τόπος συνελεύσεως
178
ἀγορὰν παρέχω
παρέχω τρόφιμα προς αγορά
179
ἀγορεύω
δημηγορώ
180
κακῶς ἀγορεύω
κακολογώ
181
ἀγχιστεία
συγγένεια
182
ἄγω
οδηγώ, φέρω
183
ἄγω εἰρήνην
έχω ειρήνη
184
ἄγω σχολὴν
σχολάζω
185
ἄγω ἡσυχίαν
ησυχάζω
186
ἄγω εἰς δίκην
σύρω στο δικαστήριο
187
ἄγομαι φόνου
κατηγορούμαι για φόνο
188
ἀγὼν μέγας
σπουδαία δίκη
189
καθίστημί τινα εἰς ἀγῶνα
μπλέκω κάποιον σε | δίκη
190
ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων
καθιερώνω αγώνα | επιδείξεως σωματικής δυνάμεως
191
ἀγωνίζομαι
διεξάγω αγώνα
192
ἀγωνίζομαι περὶ τοῦ σώματος
διεξάγω δικαστικό | αγώνα περί ζωής ή θανάτου
193
ἀγώνισμα
αγώνας, ανδραγάθημα, κατόρθωμα
194
ἄδηλος
μη φανερός, αφανής
195
ἀδιάλλακτος
αυτός που δεν συμφιλιώνεται
196
ἀδικέω–ῶ
αδικώ, βλάπτω
197
ἀδίκημα
άδικη πράξη
198
ἀδόκιμος
άσημος
199
ἀδοξέω-ῶ
δεν έχω καλή φήμη
200
ἀδοξία
κακή φήμη, ασημότητα
201
ἄδοξος
αφανής, άσημος
202
ἀδυναμία & ἀδυνασία
αδυναμία
203
ἀδυνατέω–ῶ
δεν μπορώ
204
ἀδωροδόκητος & ἀδωροδόκος
αυτός που δεν | δέχεται δώρα
205
Ἀθήναζε
προς Αθήνα
206
Ἀθήνηθεν
από την Αθήνα
207
Ἀθήνησι
στην Αθήνα (στάση)
208
ἆθλα τίθεται
προκηρύσσονται βραβεία
209
ἁθροίζω
συγκεντρώνω
210
ἀθρόος
συγκεντρωμένος, πυκνός
211
ἀθυμέω – ῶ
χάνω το θάρρος μου, | στενοχωρούμαι
212
ἀθυμία
απογοήτευση, έλλειψη θάρρους
213
ἀθύμως ἔχω
χάνω το θάρρος μου
214
αἰδέομαι-οῦμαι
ντρέπομαι, σέβομαι
215
αἴδιος
αιώνιος
216
αἰδὼς
ντροπή, σεβασμός
217
αἰνέω-ῶ
εγκωμιάζω, εγκρίνω
218
αἰνίττομαι
μιλώ αινιγματικά, υπονοώ
219
αἵρεσις
άλωση, κατάληψη, εκλογή, προτίμηση
220
αἵρεσιν δίδωμι
παρέχω το δικαίωμα της εκλογής
221
αἵρεσιν λαμβάνω
έχω το δικαίωμα της εκλογής
222
δίκην (γραφὴν) αἱρῶ
κερδίζω δίκη
223
αἴρω
υψώνω, μεταφέρω, απομακρύνω
224
αἴρομαι
υψώνομαι
225
αἴρω τεῖχος
υψώνω τείχος
226
αἴρω τὰς ναῦς
απομακρύνω τα πλοία
227
αἴρω ταῖς ναυσὶ
αποπλέω
228
αἴρω τῷ στρατῷ
ξεκινώ με το στρατό
229
αἴρομαι κίνδυνον (πόλεμον)
αναλαμβάνω τον | κίνδυνο (τον πόλεμο)
230
αἰσθάνομαι
αντιλαμβάνομαι, μαθαίνω
231
αἰσχρός
επονείδιστος
232
αἰσχύνη
ντροπή
233
αἰσχύνω
ασχημίζω, ντροπιάζω
234
αἰσχύνομαι
ντρέπομαι, σέβομαι
235
αἰτέω-ῶ & αἰτοῦμαι
ζητώ, παρακαλώ
236
αἰτία
αιτία, αφορμή, κατηγορία
237
αἰτίαν ἔχω (ὑπέχω)
κατηγορούμαι
238
ἐν αἰτίᾳ ἔχω τινά
κατηγορώ
239
ἀπολύω τινά τῆς αἰτίας
απαλλάσσω κάποιον από την κατηγορία
240
αἰτιάομαι-ῶμαι
κατηγορώ
241
αἰών
ζωή, αιώνας
242
ὁ σύμπας αἰών
αιωνιότητα
243
ἀκμάζω
είμαι ακμαίος
244
ὁ σῖτος ἀκμάζει
είναι ώριμος
245
ἀκμή
ακμή, αιχμή
246
ἀκολασία
ασωτία
247
εὖ ἀκούω
επαινούμαι
248
κακῶς ἀκούω
κακολογούμαι
249
ἄκρα
ακρωτήριο
250
ἀκραιφνής (ἀκέραιος + φαίνομαι)
ειλικρινής, | ολόκληρος
251
ἀκρασία
ακολασία, ακράτεια
252
ἀκρατής
αχαλίνωτος, ο μη εγκρατής
253
ἀκρισία
σύγχυση
254
ἄκριτος
συγκεχυμένος
255
ἀκροάομαι-ῶμαι
ακούω
256
ἄκρον
κορυφή, ακρωτήριο
257
ἄκων
χωρίς τη θέληση
258
ἀλγέω-ῶ
πονώ, θλίβομαι
259
ἀλγηδών
πόνος, θλίψη
260
ἀλήτης
περιπλανώμενος
261
ἄλκιμος
ρωμαλέος, ανδρείος
262
ἀλλάτω
αλλάζω, μεταβάλλω, ανταλλάσσω
263
ἀλλαχῇ-ἀλλαχοῦ-ἀλλαχόθι-ἄλλοθι
αλλού
264
ἀλλαχόθεν
από αλλού
265
ἀλλαχόσε-ἄλλοσε
σε άλλο μέρος
266
ἀλλότριος
ξένος
267
τὰ ἀλλότρια
ξένες υποθέσεις
268
ἀλλοτρίως ἔχω ή διάκειμαι πρός τινα
έχω | εχθρικές διαθέσεις
269
ἀλλόφυλος
αλλοεθνής
270
ἄλογος
παράλογος, ακατανόητος
271
ἅλωσις
κατάκτηση, καταδίκη
272
ἁλωτός (< ἁλίσκομαι)
αυτός που μπορεί να | κυριευθεί, κατακτηθεί
273
ἅμα
αμέσως, συγχρόνως, μαζί
274
ἀμαθία & ἀμάθεια
άγνοια
275
ἁμαρτάνω
αποτυγχάνω, σφάλλομαι
276
ἁμάρτημα
σφάλμα, αδίκημα
277
ἁμαρτία
αποτυχία, σφάλμα
278
ἀμέλεια
αδιαφορία
279
ἀμελέω-ῶ
παραμελώ, αδιαφορώ
280
ἀμελής
αδιάφορος
281
ἀμηχανία
απορία, στενοχώρια
282
ἅμιλλα
συναγωνισμός, αγώνας
283
ἀμνημονέω-ῶ
λησμονώ
284
ἀμνήμων-ονος
αυτός που λησμονεί
285
ἀμύνω
βοηθώ, αποκρούω, αγωνίζομαι για | κάποιον
286
ἀμύνομαι
αποκρούω
287
ἀμφότεροι & ἄμφω
και οι δύο
288
ἀναβαίνω
ανεβαίνω