Vocabulary 6 Flashcards
(48 cards)
απόδειξη (η)
receipt
αποδοχές (οι)
pay, wages, salary
αποθήκη (η)
storeroom, warehouse
αποκλείω
to exclude
Αποκλείεται!
No way!
Δεν αποκλείεται να πάρω την δουλειά.
It is possible that I take the job.
αποκορύφωμα (το)
the peak
αποκτάω (αποχτάω) / αποκτώ
to have, to acquire, to obtain
απολαμβάνω
to enjoy
απόλαυση (η)
pleasure, delight
απόλυση (η)
dismissal
απολύω
to fire, to dismiss
απορρυπαντικό (το)
detergent, washing-up liquid
απορώ
to wonder
Απορώ γιατί δεν ήρθε ο Νίκος
I wonder why Nick didn’t come
αποσκευή (η)
luggage, baggage
αποστολέας (ο/η)
sender
αποτέλεσμα (το)
result
αποτελώ
to be, to constitute
απότομα
abruptly; roughly, rudely
αποτυχία (η)
failure
απόφαση (η)
decision
αποφασίζω
to decide
αποφεύγω
to avoid