2 Flashcards
(10 cards)
üstüne tam oturdu/oldu
Το ρούχο που σου πήρα σου πεφτεί κουτί
He fell out of business and is in debt everywhere.
έπεσε έξω στην επιχείρησή του και χρωστάει παντού
Olga has thrown herself headlong into her new business venture.
Η Όλγα έχει πέσει με τα μούτρα στην νέα επιχείρισή της
Bu kadar mı coğrafyadan bihabersin? Amfilochia’nın nerede olduğunu bilmiyor musun?
Μα είσαι τόσο αγεωγράφητος; Είναι δυνατόν να μην ξέρεις που πέφτει η Αμφιλοχία;
pulların mı dökülür?
Γιατί δεν ζητάς ποτέ συγγνώμη; Τι φοβάσαι, μη σου πέσει η μύτη; // Πες και ένα ευχαριστώ, δεν θα σου πέσει η μύτη // βγες έξω να χαιρετήσεις τον κόσμο, δε θα σου πέσει η μύτη”
1) temyiz: Hükümlüler temyize gitti 2) doğal yetenek
1) οι καταδικασθέντες άσκησαν έφεση 2) έχει έφεση για τη μουσική
1) The competent authorities shall compile the electoral rolls. The budget/decree has been drawn up // draw up a plan 2) establish: Committees will be set up 3) I provide the necessary knowledge and prepare them appropriately: The teacher has trained his students very well in all subjects. A school that trains technicians/nurses, educates. A highly qualified scientist.
1) Οι αρμόδιες υπηρεσίες θα καταρτίσουν τους εκλογικούς καταλόγους. Kαταρτίστηκε ο προϋπολογισμός / το διάταγμα // καταρτίζω σχέδιο 2) συγκροτώ: Θα καταρτιστούν επιτροπές // κατάρτισαν επιτελείο συμβούλων // επιτροπή καταρτισμένη από εμπειρογνώμονες 3) δίνω σε κπ. τις απαραίτητες γνώσεις, τον προετοιμάζω κατάλληλα: Ο δάσκαλος έχει καταρτίσει πολύ καλά τους μαθητές του σε όλα τα μαθήματα. Σχολή που καταρτίζει τεχνικούς / νοσοκόμες, εκπαιδεύει. Επιστήμονας άριστα καταρτισμένος.
The photograph showed a woman of indeterminate/uncertain age //
Η φωτογραφία έδειχνε μια γυναίκα ακαθόριστης ηλικίας //
This event played a decisive role in my life
Αυτό το γεγονός έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη ζωή μου.
1) atmak, defetmek: The club expelled Alexis because of his racist insults. 2) okuldan uzaklaştırmak: He was expelled for yelling at a teacher 3) çocuk düşürmek: She was so scared that she almost miscarried. 4) bir alışkanlığı bırakmak: He cannot kick his bad habits // He has lost all sense of shame 5) organ naklinden sonra vücudun organı reddetmesi: The body rejected the artificial kidney; it did not accept it.
1) Η λέσχη απέβαλε τον Αλέξη, εξαιτίας των ρατσιστικών του προσβολών 2) Αποβλήθηκε γιατί φώναξε σ’ έναν καθηγητή 3) Φοβήθηκε τόσο πολύ που κόντεψε να αποβάλει 4) Δεν μπορεί να αποβάλει τις κακές του συνήθειες // Aπέβαλε πια κάθε ντροπή 5) Ο οργανισμός απέβαλε το τεχνητό νεφρό, δεν το δέχτηκε.