La foret Flashcards
σουφρώνω # κλέβω # αρπάζω # αρπάζω κρύωμα
choper
εξετάζω λεπτομερώς # καθαρίζω # αφαιρώ κομμάτι-κομμάτι # μαδώ # ξεφλουδίζω # εξετάζω εξονυχιστικά
éplucher
1 Éplucher de la salade, des radis, des marrons (➙ décortiquer), des haricots verts (➙ ébouter), des pois (➙ écosser). Éplucher des oranges, des poires, des pommes de terre. ➙ peler. □ « Elle épluchait ses crevettes et mastiquait bruyamment ses tartines beurrées » (Mac Orlan). ◆ (1508) Éplucher une étoffe neuve, un drap : enlever les bourres, les pailles.
2 Examiner avec un soin minutieux afin de découvrir ce qu’il peut y avoir à critiquer, à reprendre en qqch. ➙ critiquer, décortiquer, disséquer (cf. Passer au crible, au scanner). Éplucher un texte, un dossier. « Il se vantait de savoir sa langue et épluchait les phrases les plus belles avec cette sévérité hargneuse » (Flaubert). Il épluche tout ce qu’elle fait et ne lui passe* rien.
ανακαλώ # ματαιώνω # τερματίζω (σύμβαση) # αναιρώ # καταργώ # ακυρώνω
résilier. syn: annuler
απαίτηση # ζήτηση # επίταξη # αίτημα # διεκδίκηση # αγόρευση εισαγγελέα
réquisition (la)
ερμάριο # κιούρτος για αστακούς # θυρίδα # θυρίδα γραφείου # θυρίδα αρχειοθήκης # ντουλάπι # ράφι # χρονοντούλαπο # θυρίδα τοποθέτησης κρασιών σε κάβα # συρμάτινη παγίδα για αστακούς
casier (le)
βασανίζω επίμονα ή ενοχλητικά # ερεθίζω # ενοχλώ # βασανίζω # δυσαρεστώ # καταδιώκω με άδικες επιθέσεις # ταλαιπωρώ # σκοτίζω # στενοχωρώ # παραμπαίνω # παρενοχλώ # παιδεύω # παραφορτώνομαι # ανησυχώ # πολιορκώ # παραχώνομαι
harceler
κοντόχοντρος άνθρωπος # κουτσομπολιό # μεγάλο αγριογούρουνο
ragot (le)
ρυάκι
ruisseau (le)
απαλλάσσω # εκκενώνω
débarasser
καταδίωξη
battue (la)
αλάνθαστος # ανελλιπής # αναμάρτητος # άμεμπτος # άψογος # αψεγάδιαστο
impeccable
όριο # άκρη # ούγια # κράσπεδο
lisière (la)
ξεφουσκώνω # ξεπρήζω # ξεμπροστιάζω # απομυθοποιώ
dégonfler
διασπώ # ενοχλώ # κλονίζω άξονα περιστροφής # προκαλώ ανησυχία # διαταράσσω # διαρρηγνύω
perturber
αποπνίγω # καρυδώνω # καταπνίγω # ρυθμίζω ροή με βαλβίδα # στραγγαλίζω # συμπιέζω (κάτι) # συσφίγγω (αγγείο) # πνίγω (κάποιον)
étrangler
γεροδύναμος # γερός # δυνατός # ρωμαλέος
costaud
γαμψό άκρο εντόμου # νύχι αρπακτικού # νύχι γαμψό ζώου # όνυξ # τσιμπίδα αστακού ή σκορπιού # νύχι
ongle (le)